ἔνρυθμος: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἔρρυθμος]] Aristox.<i>Rhyth</i>.33, D.H.<i>Dem</i>.50.8, Ptol.<i>Harm</i>.67.1, Aristid.Quint.32.30, Olymp.<i>in Alc</i>.78<br />mús.<br /><b class="num">1</b> [[conforme al ritmo]], [[rítmico]] ἡ ἔ. τε καὶ [[ἐναρμόνιος]] [[αἴσθησις]] Pl.<i>Lg</i>.654a, οὐδὲν γὰρ αὐτῶν μέτρον ἐστὶ κοινὸν ἔνρυθμον Aristox.<i>Rhyth</i>.21, cf. 33, [[διάλεκτος]] Ephor.6, [[ποίημα]] ... λέξις [[ἔμμετρος]] ἢ ἔ. Posidon.44, cf. D.H.l.c., τοὺς ἐμμελεῖς καὶ ἐνρύθμους λόγους Phld.<i>Mus</i>.4.26.22, ἡ ... τῶν μορίων συμμετρία ... εὔρυθμος, ἀλλ' οὐκ [[ἔνρυθμος]] la regularidad métrica de las palabras es eurítmica, pero no rítmica</i> D.H.<i>Comp</i>.11.25, ἔ. κίνησις movimiento rítmico</i> de los curetes, D.H.7.72.7, cf. Plu.2.623b, (χρόνοι) ἔρρυθμοι op. [[ἄρρυθμος]] y ῥυθμοειδής Aristid.Quint.l.c., ἔ. τραγῳδία tragedia rítmica o bailada</i> como n. del género pantomímico <i>IHeracl.Pont</i>.9.15 (II/III d.C.), tb. llamado τραγικὴ ἔνρυθμος [[κίνησις]] <i>FD</i> 1.551.1 (II d.C.), <i>TAM</i> 5.1016.12 (Tiatira II d.C.)<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[τὸ ἔρρυθμον]] Ptol.l.c., Olymp.l.c., μουσικὴ ... ἐνρύθμων τε καὶ ἐκρύθμων ἐπιστήμη S.E.<i>M</i>.11.186.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἐνρύθμως]], [[ἐρρύθμως]] = [[rítmicamente]] κινοῦντες ἐ. τοὺς πόδας Ath.631b, cf. 179f, Aristid.Quint.89.26, Procl.<i>in Cra</i>.p.102, Olymp.<i>in Alc</i>.75. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:11, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, of rhythm, αἴσθησις Pl.Lg.654a; possessing rhythm (opp. εὔρυθμος), D.H.Comp.11; διάλεκτος Ephor.6 J.; opp. ἔκρυθμος, S.E.M.11.186. Adv. -μως Ath.5.179f, 14.631b (prob.).
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἔρρυθμος Aristox.Rhyth.33, D.H.Dem.50.8, Ptol.Harm.67.1, Aristid.Quint.32.30, Olymp.in Alc.78
mús.
1 conforme al ritmo, rítmico ἡ ἔ. τε καὶ ἐναρμόνιος αἴσθησις Pl.Lg.654a, οὐδὲν γὰρ αὐτῶν μέτρον ἐστὶ κοινὸν ἔνρυθμον Aristox.Rhyth.21, cf. 33, διάλεκτος Ephor.6, ποίημα ... λέξις ἔμμετρος ἢ ἔ. Posidon.44, cf. D.H.l.c., τοὺς ἐμμελεῖς καὶ ἐνρύθμους λόγους Phld.Mus.4.26.22, ἡ ... τῶν μορίων συμμετρία ... εὔρυθμος, ἀλλ' οὐκ ἔνρυθμος la regularidad métrica de las palabras es eurítmica, pero no rítmica D.H.Comp.11.25, ἔ. κίνησις movimiento rítmico de los curetes, D.H.7.72.7, cf. Plu.2.623b, (χρόνοι) ἔρρυθμοι op. ἄρρυθμος y ῥυθμοειδής Aristid.Quint.l.c., ἔ. τραγῳδία tragedia rítmica o bailada como n. del género pantomímico IHeracl.Pont.9.15 (II/III d.C.), tb. llamado τραγικὴ ἔνρυθμος κίνησις FD 1.551.1 (II d.C.), TAM 5.1016.12 (Tiatira II d.C.)
•neutr. subst. τὸ ἔρρυθμον Ptol.l.c., Olymp.l.c., μουσικὴ ... ἐνρύθμων τε καὶ ἐκρύθμων ἐπιστήμη S.E.M.11.186.
2 adv. ἐνρύθμως, ἐρρύθμως = rítmicamente κινοῦντες ἐ. τοὺς πόδας Ath.631b, cf. 179f, Aristid.Quint.89.26, Procl.in Cra.p.102, Olymp.in Alc.75.
German (Pape)
[Seite 851] in, nach dem Rhythmus od. Takt, taktmäßig; καὶ ἐναρμόνιος αἴσθησις Plat. Legg. II, 654 a; Sp.; öfter mit der v.l. εὔρυθμος, von dem es D. Hal. C. V. p. 136 unterscheidet, wo Schäfer zu vgl. Bei Ath. V, 179 f ἐῤῥύθμως.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνρυθμος: -ον, ὁ ἐν ῥυθμῷ, ὁ ἔχων χρονικὸν ῥυθμόν, Πλάτ. Νόμ. 654Α˙ ὡσαύτως ἐπὶ τῆς ἐκφωνήσεως τῶν λέξεων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὔρυθμος, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11, περὶ τὸ τέλ.˙ ἀλλαχοῦ ἔρρυθμος. - Ἐπίρρ. -μως, Ἀθήν. 179F, 631B.
Greek Monolingual
και έρρυθμος, -η, -ο (AM ἔνρυθμος, -ον) ρυθμός
αυτός που έχει κανονικό ρυθμό (σε αντίθεση προς το άρρυθμος)
αρχ.
αυτός που αναφέρεται στον ρυθμό.
Russian (Dvoretsky)
ἔνρυθμος: ритмический, (равно)мерный, размеренный (ἔ. τε καὶ ἐναρμόνιος Plat.).