ἰχθυολύμης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1276.png Seite 1276]] ὁ, Fischpest, komisch von einem gewaltigen Fischesser, Ar. Pax 800; vgl. B. A. 43, 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1276.png Seite 1276]] ὁ, Fischpest, komisch von einem gewaltigen Fischesser, Ar. Pax 800; vgl. B. A. 43, 23.
}}
{{bailly
|btext=ους (ὁ) :<br />fléau des poissons.<br />'''Étymologie:''' [[ἰχθύς]], [[λύμη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰχθυολύμης''': λῡ, ου, ὁ, ὁ λυμαινόμενος τοὺς ἰχθῦς, καταστροφεὺς αὐτῶν, κωμικὸν ἐπίθετον τῶν Ἀθηναίων ὡς ἀγαπώντων καθ’ ὑπερβολὴν ἐδέσματα ἐξ ἰχθύων, τὸ τοῦ Ὁρατίου pernicies macelli, Ἀριστοφ. Εἰρ. 814.
|lstext='''ἰχθυολύμης''': λῡ, ου, ὁ, ὁ λυμαινόμενος τοὺς ἰχθῦς, καταστροφεὺς αὐτῶν, κωμικὸν ἐπίθετον τῶν Ἀθηναίων ὡς ἀγαπώντων καθ’ ὑπερβολὴν ἐδέσματα ἐξ ἰχθύων, τὸ τοῦ Ὁρατίου pernicies macelli, Ἀριστοφ. Εἰρ. 814.
}}
{{bailly
|btext=ους (ὁ) :<br />fléau des poissons.<br />'''Étymologie:''' [[ἰχθύς]], [[λύμη]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠολύμης Medium diacritics: ἰχθυολύμης Low diacritics: ιχθυολύμης Capitals: ΙΧΘΥΟΛΥΜΗΣ
Transliteration A: ichthyolýmēs Transliteration B: ichthyolymēs Transliteration C: ichthyolymis Beta Code: i)xquolu/mhs

English (LSJ)

[λῡ], ου, ὁ, plague of fish, Com. epithet of a fish-eater, Ar.Pax 814.

German (Pape)

[Seite 1276] ὁ, Fischpest, komisch von einem gewaltigen Fischesser, Ar. Pax 800; vgl. B. A. 43, 23.

French (Bailly abrégé)

ους (ὁ) :
fléau des poissons.
Étymologie: ἰχθύς, λύμη.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυολύμης: λῡ, ου, ὁ, ὁ λυμαινόμενος τοὺς ἰχθῦς, καταστροφεὺς αὐτῶν, κωμικὸν ἐπίθετον τῶν Ἀθηναίων ὡς ἀγαπώντων καθ’ ὑπερβολὴν ἐδέσματα ἐξ ἰχθύων, τὸ τοῦ Ὁρατίου pernicies macelli, Ἀριστοφ. Εἰρ. 814.

Greek Monolingual

ἰχθυολύμης, ὁ (Α)
(ως κωμ. επίθ. τών Αθηναίων που αγαπούσαν υπερβολικά τα ψάρια) καταστροφέας τών ψαριών («μιαροί,...,ἰχθυολῡμαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + λυμαίνομαι «τροποποιώ, καταστρέφω» (πρβλ. δικο-λύμης)].

Greek Monotonic

ἰχθυολύμης: [λῡ], -ου, ὁ (λύμη), αυτός που λυμαίνεται, καταστρέφει τα ψάρια, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἰχθυολύμης: ου (λῡ) ὁ шутл. рыбья пагуба, ненасытный рыбоед, обжора Arph.

Middle Liddell

ἰχθυο-λ¯ύμης, ου, λύμη
plague of fish, of a fisheater, Ar.