ὀβριμοπάτρη: Difference between revisions

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0289.png Seite 289]] ἡ, die einen starken Vater hat, des starken Vaters Tochter, so heißt Athene, Il. 5, 747 u. öfter, wie Hes. oft; Sol. fr. 15, 3; Ar. Equ. 1174. – Das masc. ὀβριμόπατρος kommt nicht vor, u. [[ὀβριμοπάτηρ]] ist bei Hesych. falsch gebildet.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0289.png Seite 289]] ἡ, die einen starken Vater hat, des starken Vaters Tochter, so heißt Athene, Il. 5, 747 u. öfter, wie Hes. oft; Sol. fr. 15, 3; Ar. Equ. 1174. – Das masc. ὀβριμόπατρος kommt nicht vor, u. [[ὀβριμοπάτηρ]] ist bei Hesych. falsch gebildet.
}}
{{bailly
|btext=ης;<br /><i>ion.</i><br />v. [[ὀβριμοπάτρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀβρῐμοπάτρη''': ἡ, (πατὴρ) [[θυγάτηρ]] ἰσχυροῦ πατρός, παρ’ Ὁμ. κ. Ἡσ. ἀείποτε ἐπίθετον τῆς Ἀθηνᾶς, Ἰλ. Ε. 747, κτλ.· οὕτω Σόλων 3. 3, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1178. Οὐδὲν ἀρσεν. ὀβριμόπατρος φαίνεται ὑπάρχον· - [[τύπος]] ὀβριμόπατρις εὕρηται παρ’ Ἡσυχ.: «ὀβριμόπατρις λέγεται ὁ ἰσχυρὸς [[πατήρ]]».
|lstext='''ὀβρῐμοπάτρη''': ἡ, (πατὴρ) [[θυγάτηρ]] ἰσχυροῦ πατρός, παρ’ Ὁμ. κ. Ἡσ. ἀείποτε ἐπίθετον τῆς Ἀθηνᾶς, Ἰλ. Ε. 747, κτλ.· οὕτω Σόλων 3. 3, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1178. Οὐδὲν ἀρσεν. ὀβριμόπατρος φαίνεται ὑπάρχον· - [[τύπος]] ὀβριμόπατρις εὕρηται παρ’ Ἡσυχ.: «ὀβριμόπατρις λέγεται ὁ ἰσχυρὸς [[πατήρ]]».
}}
{{bailly
|btext=ης;<br /><i>ion.</i><br />v. [[ὀβριμοπάτρα]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 17:38, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀβρῐμοπάτρη Medium diacritics: ὀβριμοπάτρη Low diacritics: οβριμοπάτρη Capitals: ΟΒΡΙΜΟΠΑΤΡΗ
Transliteration A: obrimopátrē Transliteration B: obrimopatrē Transliteration C: ovrimopatri Beta Code: o)brimopa/trh

English (LSJ)

ἡ, daughter of a mighty sire, epithet of Athena, Il.5.747, al., Hes. Th.587, Sol.4.3 :

German (Pape)

[Seite 289] ἡ, die einen starken Vater hat, des starken Vaters Tochter, so heißt Athene, Il. 5, 747 u. öfter, wie Hes. oft; Sol. fr. 15, 3; Ar. Equ. 1174. – Das masc. ὀβριμόπατρος kommt nicht vor, u. ὀβριμοπάτηρ ist bei Hesych. falsch gebildet.

French (Bailly abrégé)

ης;
ion.
v. ὀβριμοπάτρα.

Greek (Liddell-Scott)

ὀβρῐμοπάτρη: ἡ, (πατὴρ) θυγάτηρ ἰσχυροῦ πατρός, παρ’ Ὁμ. κ. Ἡσ. ἀείποτε ἐπίθετον τῆς Ἀθηνᾶς, Ἰλ. Ε. 747, κτλ.· οὕτω Σόλων 3. 3, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1178. Οὐδὲν ἀρσεν. ὀβριμόπατρος φαίνεται ὑπάρχον· - τύπος ὀβριμόπατρις εὕρηται παρ’ Ἡσυχ.: «ὀβριμόπατρις λέγεται ὁ ἰσχυρὸς πατήρ».

English (Autenrieth)

daughter of a mighty father, Atnēna.

Greek Monolingual

ὀβριμοπάτρη και ὀβριμοπάτρα και ὀβριμοπάτρις, ἡ (Α)
(ως επίθ. της Αθηνάς) κόρη ισχυρού πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος + -πάτρα / -πάτρη (< πατήρ, πατρός), πρβλ. θεοπάτρα.

Greek Monotonic

ὀβρῐμοπάτρη: ἡ (πατήρ), κόρη ισχυρού πατέρα, σε Ομήρ. Ιλ., Σόλωνα, κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ὀβρῐμοπάτρη: adj. m дочь могущественного отца (эпитет Паллады-Афины) Hom., Hes., Arph.

Middle Liddell

ὀβρῐμο-πάτρη, ἡ, πατήρ
daughter of a mighty sire, Il., Solon., etc.