ὁμηρέω: Difference between revisions
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0330.png Seite 330]] 1) zusammentreffen, zusammengehen, τινί, mit Einem, Od. 16, 468. – 2) Geißel sein, zum Unterpfande dienen, ἐγγυᾶσθαι erkl. Hesych. Vgl. noch Harpocr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0330.png Seite 330]] 1) zusammentreffen, zusammengehen, τινί, mit Einem, Od. 16, 468. – 2) Geißel sein, zum Unterpfande dienen, ἐγγυᾶσθαι erkl. Hesych. Vgl. noch Harpocr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />se rencontrer avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], ἄρω. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμηρέω''': (ὅμηρος) συναντῶ, [[συντυγχάνω]], ὡμήρησε δέ μοι... [[ἄγγελος]] [[ὠκὺς]] Ὀδ. Π. 468· ἑρμηνεύεται ὡς = ἀκολουθεῖν ἐν Θεοπόμπ. Ἱστ. 318. 2) μεταφορ., συμφωνῶ, φωνῇ ὁμηρεῦσαι (Ἰων ὁμηροῦσαι), «τῇ φωνῇ συμφωνοῦσαι, [[ὁμοῦ]] τῇ φωνῇ λέγουσαι» (Σχόλ.), Ἡσ. Θεογ. 39, [[ἔνθα]] ἴδε Cöttling. ΙΙ. = [[ὁμηρεύω]] Ι. 2, Ἀριστ. Ἀποσπ. 66. | |lstext='''ὁμηρέω''': (ὅμηρος) συναντῶ, [[συντυγχάνω]], ὡμήρησε δέ μοι... [[ἄγγελος]] [[ὠκὺς]] Ὀδ. Π. 468· ἑρμηνεύεται ὡς = ἀκολουθεῖν ἐν Θεοπόμπ. Ἱστ. 318. 2) μεταφορ., συμφωνῶ, φωνῇ ὁμηρεῦσαι (Ἰων ὁμηροῦσαι), «τῇ φωνῇ συμφωνοῦσαι, [[ὁμοῦ]] τῇ φωνῇ λέγουσαι» (Σχόλ.), Ἡσ. Θεογ. 39, [[ἔνθα]] ἴδε Cöttling. ΙΙ. = [[ὁμηρεύω]] Ι. 2, Ἀριστ. Ἀποσπ. 66. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 17:58, 2 October 2022
English (LSJ)
A meet, ὡμήρησε δέ μοι . . ἄγγελος ὠκύς Od. 16.468; expld. by Harp. as = ἀκολουθεῖν in Theopomp.Hist.278, cf. Arist.Fr.76. 2 metaph., accord, agree, φωνῇ ὁμηρεῦσαι (Ion. for -οῦσαι) Hes.Th.39.
German (Pape)
[Seite 330] 1) zusammentreffen, zusammengehen, τινί, mit Einem, Od. 16, 468. – 2) Geißel sein, zum Unterpfande dienen, ἐγγυᾶσθαι erkl. Hesych. Vgl. noch Harpocr.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se rencontrer avec, τινι.
Étymologie: ὁμός, ἄρω.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμηρέω: (ὅμηρος) συναντῶ, συντυγχάνω, ὡμήρησε δέ μοι... ἄγγελος ὠκὺς Ὀδ. Π. 468· ἑρμηνεύεται ὡς = ἀκολουθεῖν ἐν Θεοπόμπ. Ἱστ. 318. 2) μεταφορ., συμφωνῶ, φωνῇ ὁμηρεῦσαι (Ἰων ὁμηροῦσαι), «τῇ φωνῇ συμφωνοῦσαι, ὁμοῦ τῇ φωνῇ λέγουσαι» (Σχόλ.), Ἡσ. Θεογ. 39, ἔνθα ἴδε Cöttling. ΙΙ. = ὁμηρεύω Ι. 2, Ἀριστ. Ἀποσπ. 66.
English (Autenrieth)
(root ἀρ), aor. ὡμήρησε: meet, Od. 16.468†.
Greek Monotonic
ὁμηρέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ὡμήρησα (ὅμηρος),·
1. συναντώ, απαντώ, σε Ομήρ. Οδ.
2. μεταφ., ομοφωνώ, συμφωνώ, φωνῇ ὁμηρεῦσαι (Ιων. αντί ὁμηροῦσαι, θηλ. μτχ. πληθ.), σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμηρέω: (= ὁμηρεύω I) встречаться (τινι Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: only in ὡμήρησε met (π 468) and in ptc. f. pl. ὁμηρεῦσαι (= -οῦσαι) meeting, agreeing (Hes. Th. 39).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From ὅμηρος (s.v.); cf. ὁμήρης united, (being) together (Nic.Al. 70), after the σ-stems.
Middle Liddell
ὁμηρέω, ὅμηρος
1. to meet, Od.
2. metaph. to accord, agree, φωνῇ ὁμηρεῦσαι (ionic for ὁμηροῦσαι, part. pl. fem.) Hes.
Frisk Etymology German
ὁμηρέω: {homēréō}
Meaning: nur in ὡμήρησε traf zusammen (π 468) und im Ptz. f. pl. ὁμηρεῦσαι (= -οῦσαι) zusammentreffend, übereinstimmend (Hes. Th. 39),
Etymology : von ὅμηρος (s.d.); vgl. ὁμήρης ‘vereinigt, zusammen(seiend)’ (Nik.Al. 70), nach den σ-Stämmen.
Page 2,386