ὑδατοτρεφής: Difference between revisions
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1172.png Seite 1172]] ές, vom, im Wasser genährt, im, am Wasser wachsend, αἴγειροι, Od. 17, 208. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1172.png Seite 1172]] ές, vom, im Wasser genährt, im, am Wasser wachsend, αἴγειροι, Od. 17, 208. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui croît au bord de l'eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], [[τρέφω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑδᾰτοτρεφής''': -ές, ὡς τὸ ὑδᾰτοθρέμμων, ὁ ὑπὸ ὕδατος τρεφόμενος ἢ αὐξόμενος, ἀμφὶ δ’ ἄρ’ αἰγείρων ὑδατοτρεφέων ἦν [[ἄλσος]] Ὀδ. Ρ. 208· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 577. | |lstext='''ὑδᾰτοτρεφής''': -ές, ὡς τὸ ὑδᾰτοθρέμμων, ὁ ὑπὸ ὕδατος τρεφόμενος ἢ αὐξόμενος, ἀμφὶ δ’ ἄρ’ αἰγείρων ὑδατοτρεφέων ἦν [[ἄλσος]] Ὀδ. Ρ. 208· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 577. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, bred in water, growing in or by the water, αἴγειροι Od.17.208.
German (Pape)
[Seite 1172] ές, vom, im Wasser genährt, im, am Wasser wachsend, αἴγειροι, Od. 17, 208.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui croît au bord de l'eau.
Étymologie: ὕδωρ, τρέφω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδᾰτοτρεφής: -ές, ὡς τὸ ὑδᾰτοθρέμμων, ὁ ὑπὸ ὕδατος τρεφόμενος ἢ αὐξόμενος, ἀμφὶ δ’ ἄρ’ αἰγείρων ὑδατοτρεφέων ἦν ἄλσος Ὀδ. Ρ. 208· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 577.
English (Autenrieth)
ές: water-fed, growing by the water, Od. 17.208†.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που τρέφεται με νερό ή αυξάνεται από το νερό ή μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + -τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμο-τρεφής].
Greek Monotonic
ὑδᾰτοτρεφής: -ές (τρέφομαι), αυτός που μεγαλώνει μέσα ή κοντά σε νερό, υδρόβιος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑδᾰτοτρεφής: (ῠ) растущий у воды (αἴγειροι Hom.).
Middle Liddell
ὑδᾰτο-τρεφής, ές [τρέφομαι]
growing in or by the water, Od.