ὑπονοστέω: Difference between revisions
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1227.png Seite 1227]] zurückkehren, Plut. Them. 15; – heruntergehen, abnehmen, sich vermindern, Her. 4, 62; von einem Flusse, dessen Wasser sinkt, 1, 191; Thuc. 3, 89 [[θάλασσα]] κυματωθεῖσα ἐπῆλθε τῆς πόλεως [[μέρος]] τι, καὶ τὸ μὲν κατέκλυσε, τὸ δὲ ὑπενόστησε; so vom Styl, Plut. Is. et Os. 39. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1227.png Seite 1227]] zurückkehren, Plut. Them. 15; – heruntergehen, abnehmen, sich vermindern, Her. 4, 62; von einem Flusse, dessen Wasser sinkt, 1, 191; Thuc. 3, 89 [[θάλασσα]] κυματωθεῖσα ἐπῆλθε τῆς πόλεως [[μέρος]] τι, καὶ τὸ μὲν κατέκλυσε, τὸ δὲ ὑπενόστησε; so vom Styl, Plut. Is. et Os. 39. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> revenir sur ses pas, retourner;<br /><b>2</b> s'enfoncer, s'abîmer ; <i>en parl. des eaux</i> s'enfoncer sous terre, se perdre sous terre ; <i>fig.</i> se perdre, dégénérer : [[εἴς]] [[τι]] en qch.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[νοστέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπονοστέω''': [[ὑποστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]], Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 19, Πλουτ. Θεμιστ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 10, 8. ΙΙ. [[ἱζάνω]], κατακαθίζω, Λατιν. subsidere, ἐπὶ σωροῦ φρυγάνων, ὑπονοστέει γὰρ δὴ ἀεὶ (τὰ φρύγανα) ὑπὸ τῶν χειμώνων Ἡρόδ. 4. 62· ἐπὶ σεισμοῦ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 7· ἐπὶ ποταμοῦ, ἀποσύρομαι, «ὀλιγοστεύω» ὑπονενοστηκότος (τοῦ ποταμοῦ) ἀνδρὶ ὡς ἐς [[μέσον]] μηρὸν Ἡρόδ. 1. 191, πρβλ. Θουκ. 3. 89, Πλούτ. 2. 366Ε. 2) [[καταλήγω]] εἴς τι, τρέπομαι εἴς τι, εἰς χλευασμὸν καὶ γέλωτα Πλούτ. 2. 811Ε ὑπ. ἐκ τοῦ φοβεροῦ πρὸς τὸ εὐκαταφρόνητον Λογγῖν. 3. 1· ἐπὶ ἡλικίας, κατὰ μικρὸν [[ὑποκύπτω]] εἰς τὸ [[γῆρας]], Πολυδ. Β΄, 21. | |lstext='''ὑπονοστέω''': [[ὑποστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]], Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 19, Πλουτ. Θεμιστ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 10, 8. ΙΙ. [[ἱζάνω]], κατακαθίζω, Λατιν. subsidere, ἐπὶ σωροῦ φρυγάνων, ὑπονοστέει γὰρ δὴ ἀεὶ (τὰ φρύγανα) ὑπὸ τῶν χειμώνων Ἡρόδ. 4. 62· ἐπὶ σεισμοῦ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 7· ἐπὶ ποταμοῦ, ἀποσύρομαι, «ὀλιγοστεύω» ὑπονενοστηκότος (τοῦ ποταμοῦ) ἀνδρὶ ὡς ἐς [[μέσον]] μηρὸν Ἡρόδ. 1. 191, πρβλ. Θουκ. 3. 89, Πλούτ. 2. 366Ε. 2) [[καταλήγω]] εἴς τι, τρέπομαι εἴς τι, εἰς χλευασμὸν καὶ γέλωτα Πλούτ. 2. 811Ε ὑπ. ἐκ τοῦ φοβεροῦ πρὸς τὸ εὐκαταφρόνητον Λογγῖν. 3. 1· ἐπὶ ἡλικίας, κατὰ μικρὸν [[ὑποκύπτω]] εἰς τὸ [[γῆρας]], Πολυδ. Β΄, 21. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:20, 2 October 2022
English (LSJ)
A go down, sink, Arist.Mete.367a24, Plu.Them.15; settle, of a stack of wood, Hdt.4.62; of the earth in an earthquake, Arist.Mete.365b12; of a river, ὑ. ἀνδρὶ ὡς ἐς μέσον μηρόν Hdt.1.191, cf. Th.3.89, Plu.2.366e; of humours, εἰς τὸ βάθος Gal.6.254. 2 settle, turn into a thing, εἰς χλευασμὸν καὶ γέλωτα Plu.2.811e: metaph., sink, decline, ἐκ τοῦ φοβεροῦ ὑ. πρὸς τὸ εὐκαταφρόνητον Longin.3.1; πρὸς τὸ μὴ ὄν Dam.Pr.440; of the aged, decline in years, Poll.2.21.
German (Pape)
[Seite 1227] zurückkehren, Plut. Them. 15; – heruntergehen, abnehmen, sich vermindern, Her. 4, 62; von einem Flusse, dessen Wasser sinkt, 1, 191; Thuc. 3, 89 θάλασσα κυματωθεῖσα ἐπῆλθε τῆς πόλεως μέρος τι, καὶ τὸ μὲν κατέκλυσε, τὸ δὲ ὑπενόστησε; so vom Styl, Plut. Is. et Os. 39.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 revenir sur ses pas, retourner;
2 s'enfoncer, s'abîmer ; en parl. des eaux s'enfoncer sous terre, se perdre sous terre ; fig. se perdre, dégénérer : εἴς τι en qch.
Étymologie: ὑπό, νοστέω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπονοστέω: ὑποστρέφω, ἐπανέρχομαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 19, Πλουτ. Θεμιστ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 10, 8. ΙΙ. ἱζάνω, κατακαθίζω, Λατιν. subsidere, ἐπὶ σωροῦ φρυγάνων, ὑπονοστέει γὰρ δὴ ἀεὶ (τὰ φρύγανα) ὑπὸ τῶν χειμώνων Ἡρόδ. 4. 62· ἐπὶ σεισμοῦ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 7· ἐπὶ ποταμοῦ, ἀποσύρομαι, «ὀλιγοστεύω» ὑπονενοστηκότος (τοῦ ποταμοῦ) ἀνδρὶ ὡς ἐς μέσον μηρὸν Ἡρόδ. 1. 191, πρβλ. Θουκ. 3. 89, Πλούτ. 2. 366Ε. 2) καταλήγω εἴς τι, τρέπομαι εἴς τι, εἰς χλευασμὸν καὶ γέλωτα Πλούτ. 2. 811Ε ὑπ. ἐκ τοῦ φοβεροῦ πρὸς τὸ εὐκαταφρόνητον Λογγῖν. 3. 1· ἐπὶ ἡλικίας, κατὰ μικρὸν ὑποκύπτω εἰς τὸ γῆρας, Πολυδ. Β΄, 21.
Greek Monotonic
ὑπονοστέω: μέλ. -ήσω, επιστρέφω, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, αποχωρώ, σε Ηρόδ.· βουλιάζω, βυθίζομαι, κατακαθίζω, κατασταλάζω, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπονοστέω:
1) возвращаться, отступать, отходить (ἀπό τινος Plut.);
2) оседать, опускаться: τὰ φρύγανα ὑπονοστέει Her. кучи хвороста оседают;
3) убывать, спадать (ὁ Νεῖλος ὑπονοστεῖ Plut.): ἡ θάλασσα τὸ μὲν κατέκλυσε, τὸ δ᾽ ὑπενόστησεν Thuc. море одну часть (города) затопило, а с другой отхлынуло;
4) переходить, перерождаться: τὸ θαυμαζόμενον εἰς χλευασμὸν ὑπονοστεῖ Plut. то, что вызывало удивление, становится предметом насмешек.
Middle Liddell
fut. ήσω
to go back, retire, Hdt.:— to go down, sink, settle, Hdt.