ὑπανίημι: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1182.png Seite 1182]] (s. [[ἵημι]]), ein wenig nachlassen, Sp.; φόβου μικρὸν ὑπανέντος Plut. Aemil. Paul. 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1182.png Seite 1182]] (s. [[ἵημι]]), ein wenig nachlassen, Sp.; φόβου μικρὸν ὑπανέντος Plut. Aemil. Paul. 23.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπανήσω, <i>ao.</i> ὑπανῆκα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> relâcher peu à peu, acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se relâcher.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἀνίημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπανίημι''': χαλαρώνω ὀλίγον, [[μετριάζω]] κἄπως, τὸ [[λίαν]] ἀπάνθρωπον Πλουτ. Δίων 7· ὑπανίει τῶν δεσμῶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 1. ΙΙ. ἀμεταβ., τοῦ φόβου ὑπανέντος Πλουτ. Αἰμίλ. 23· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., Φίλων.
|lstext='''ὑπανίημι''': χαλαρώνω ὀλίγον, [[μετριάζω]] κἄπως, τὸ [[λίαν]] ἀπάνθρωπον Πλουτ. Δίων 7· ὑπανίει τῶν δεσμῶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 1. ΙΙ. ἀμεταβ., τοῦ φόβου ὑπανέντος Πλουτ. Αἰμίλ. 23· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., Φίλων.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπανήσω, <i>ao.</i> ὑπανῆκα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> relâcher peu à peu, acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se relâcher.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἀνίημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπανίημι Medium diacritics: ὑπανίημι Low diacritics: υπανίημι Capitals: ΥΠΑΝΙΗΜΙ
Transliteration A: hypaníēmi Transliteration B: hypaniēmi Transliteration C: ypaniimi Beta Code: u(pani/hmi

English (LSJ)

A remit or relax a little, τὸ λίαν ἀπάνθρωπον Plu.Dio7; ὑ. τῶν δεσμῶν relax the strictness of... J.AJ2.5.1:—Pass., δύναμις ὑπανειμένη μᾶλλον Dsc.1.68. II intr., τοῦ φόβου μικρὸν ὑπανέντος Plu.Aem.23:—so in Pass., Ph.2.87, al.

German (Pape)

[Seite 1182] (s. ἵημι), ein wenig nachlassen, Sp.; φόβου μικρὸν ὑπανέντος Plut. Aemil. Paul. 23.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπανήσω, ao. ὑπανῆκα, etc.
1 relâcher peu à peu, acc.;
2 intr. se relâcher.
Étymologie: ὑπό, ἀνίημι.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπανίημι: χαλαρώνω ὀλίγον, μετριάζω κἄπως, τὸ λίαν ἀπάνθρωπον Πλουτ. Δίων 7· ὑπανίει τῶν δεσμῶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 1. ΙΙ. ἀμεταβ., τοῦ φόβου ὑπανέντος Πλουτ. Αἰμίλ. 23· καὶ οὕτως ἐν τῷ παθ., Φίλων.

Greek Monolingual

Α
(μτβ. και αμτβ.) μετριάζω κάπως, χαλαρώνω λίγο (α. «ὑπανίει τῶν δεσμῶν», Ιώσ.
β. «τοῦ φόβου μικρὸν ὑπανέντος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀνίημι «χαλαρώνω»].

Greek Monotonic

ὑπανίημι: μειώνομαι ή χαλαρώνω για λίγο, σε Πλούτ.· αμτβ., τοῦφόβου ὑπανέντος (μτχ. αόρ. βʹ), στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπᾰνίημι: (aor. ὑπανῆκα)
1) несколько ослаблять, чуть-чуть смягчать (τι Plut.);
2) успокаиваться, униматься: τοῦ φόβου μικρὸν ὑπανέντος Plut. когда страх немного улегся.

Middle Liddell


to remit or relax a little, Plut.:—intr., τοῦ φόβου ὑπανέντος (aor2 part.) Plut.