δείλακρος: Difference between revisions
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=α, ον :<br />tout à fait malheureux, infortuné.<br />'''Étymologie:''' [[δειλός]], [[ἄκρος]]. | |btext=α, ον :<br />tout à fait malheureux, infortuné.<br />'''Étymologie:''' [[δειλός]], [[ἄκρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=δείλακρος -α -ον [δειλός, ἄκρος] armzalig. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δείλακρος:''' [[глубоко несчастный]] Arph. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''δείλακρος:''' -α, -ον, [[αξιολύπητος]], [[άξιος]] οίκτου, [[δειλός]], [[φοβητσιάρης]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''δείλακρος:''' -α, -ον, [[αξιολύπητος]], [[άξιος]] οίκτου, [[δειλός]], [[φοβητσιάρης]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''δείλακρος''': -α, -ον, [[λίαν]] [[οἰκτρός]], ἢ οἴκτου [[ἄξιος]], Ἀριστοφ. Πλ. 973, Ποιητὴς ἐν Bgk. Λυρ. Ἑλλ. σ. 882. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[very]] [[pitiable]], Ar. | |mdlsjtxt=[[very]] [[pitiable]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 2 October 2022
English (LSJ)
α, ον, pitiable, Ar.Pl.973, Carm.Pop.27.
Spanish (DGE)
-α, -ον
desgraciado ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι δειλάκρα Ar.Pl.973, μὴ κακόν <σε> μέγα ποιήσῃ κἀμὲ τὰν δειλάκραν Carm.Pop.7.4.
German (Pape)
[Seite 536] α, ον, höchst feig, höchst elend, Ar. Pl. 973. Das fem. bei Ath. XV, 697 c.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
tout à fait malheureux, infortuné.
Étymologie: δειλός, ἄκρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δείλακρος -α -ον [δειλός, ἄκρος] armzalig.
Russian (Dvoretsky)
δείλακρος: глубоко несчастный Arph.
Greek Monolingual
δείλακρος, -α, -ον (Α)
αξιολύπητος, ταλαίπωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δημώδη λ. με περιορισμένης εκτάσεως χρήση. Θεωρείται παράλληλος εκφραστικός τ. του δειλός, παρεκτεταμένος σε -ακ- και με σχηματιστικό επίθημα -ρο- (πρβλ. φαλακρός). Κατ' άλλους, ανάγεται σε υποθετικό τ. δείλαξ, συνδεόμενο παρετυμολογικά με το άκρος].
Greek Monotonic
δείλακρος: -α, -ον, αξιολύπητος, άξιος οίκτου, δειλός, φοβητσιάρης, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
δείλακρος: -α, -ον, λίαν οἰκτρός, ἢ οἴκτου ἄξιος, Ἀριστοφ. Πλ. 973, Ποιητὴς ἐν Bgk. Λυρ. Ἑλλ. σ. 882.