βεβουλευμένως: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=<i>adv.</i><br />avec réflexion, à dessein.<br />'''Étymologie:''' βεβουλευμένος, part. pf. de βουλεύομαι. | |btext=<i>adv.</i><br />avec réflexion, à dessein.<br />'''Étymologie:''' βεβουλευμένος, part. pf. de βουλεύομαι. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=[[βεβουλευμένως]], adv. ptc. perf. med. van [[βουλεύω]], opzettelijk, weloverwogen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βεβουλευμένως:''' [[обдуманно]], [[преднамеренно]] Dem. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βεβουλευμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του <i>[[βουλεύομαι]]</i>, σκόπιμα, προμελετημένα, εσκεμμένα, εκ προθέσεως, σε Δημ. | |lsmtext='''βεβουλευμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του <i>[[βουλεύομαι]]</i>, σκόπιμα, προμελετημένα, εσκεμμένα, εκ προθέσεως, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''βεβουλευμένως''': ἐπίρρ. παθ. πρκμ. τοῦ βουλεύομαι, [[ἐσκεμμένως]], ἐπίτηδες, Λατ. ex consulto, Δημ. 527. 21. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:05, 2 October 2022
English (LSJ)
Adv. advisedly, designedly, D.21.41.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. de βουλεύω deliberadamente, a propósito ὑβρίζων D.21.41, cf. Poll.6.140.
German (Pape)
[Seite 441] mit Überlegung, Dem. 21, 41.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec réflexion, à dessein.
Étymologie: βεβουλευμένος, part. pf. de βουλεύομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βεβουλευμένως, adv. ptc. perf. med. van βουλεύω, opzettelijk, weloverwogen.
Russian (Dvoretsky)
βεβουλευμένως: обдуманно, преднамеренно Dem.
Greek Monotonic
βεβουλευμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του βουλεύομαι, σκόπιμα, προμελετημένα, εσκεμμένα, εκ προθέσεως, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
βεβουλευμένως: ἐπίρρ. παθ. πρκμ. τοῦ βουλεύομαι, ἐσκεμμένως, ἐπίτηδες, Λατ. ex consulto, Δημ. 527. 21.
Middle Liddell
part. perf. pass. of βουλεύομαι,]
advisedly, designedly, Dem.