βεβουλευμένως: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<i>adv.</i><br />avec réflexion, à dessein.<br />'''Étymologie:''' βεβουλευμένος, part. pf. de βουλεύομαι.
|btext=<i>adv.</i><br />avec réflexion, à dessein.<br />'''Étymologie:''' βεβουλευμένος, part. pf. de βουλεύομαι.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βεβουλευμένως''': ἐπίρρ. παθ. πρκμ. τοῦ βουλεύομαι, [[ἐσκεμμένως]], ἐπίτηδες, Λατ. ex consulto, Δημ. 527. 21.
|elnltext=[[βεβουλευμένως]], adv. ptc. perf. med. van [[βουλεύω]], opzettelijk, weloverwogen.
}}
{{elru
|elrutext='''βεβουλευμένως:''' [[обдуманно]], [[преднамеренно]] Dem.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βεβουλευμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του <i>[[βουλεύομαι]]</i>, σκόπιμα, προμελετημένα, εσκεμμένα, εκ προθέσεως, σε Δημ.
|lsmtext='''βεβουλευμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του <i>[[βουλεύομαι]]</i>, σκόπιμα, προμελετημένα, εσκεμμένα, εκ προθέσεως, σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βεβουλευμένως:''' [[обдуманно]], [[преднамеренно]] Dem.
|lstext='''βεβουλευμένως''': ἐπίρρ. παθ. πρκμ. τοῦ βουλεύομαι, [[ἐσκεμμένως]], ἐπίτηδες, Λατ. ex consulto, Δημ. 527. 21.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βεβουλευμένως]], adv. ptc. perf. med. van [[βουλεύω]], opzettelijk, weloverwogen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεβουλευμένως Medium diacritics: βεβουλευμένως Low diacritics: βεβουλευμένως Capitals: ΒΕΒΟΥΛΕΥΜΕΝΩΣ
Transliteration A: bebouleuménōs Transliteration B: bebouleumenōs Transliteration C: vevoulevmenos Beta Code: bebouleume/nws

English (LSJ)

Adv. advisedly, designedly, D.21.41.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. de βουλεύω deliberadamente, a propósito ὑβρίζων D.21.41, cf. Poll.6.140.

German (Pape)

[Seite 441] mit Überlegung, Dem. 21, 41.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec réflexion, à dessein.
Étymologie: βεβουλευμένος, part. pf. de βουλεύομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βεβουλευμένως, adv. ptc. perf. med. van βουλεύω, opzettelijk, weloverwogen.

Russian (Dvoretsky)

βεβουλευμένως: обдуманно, преднамеренно Dem.

Greek Monotonic

βεβουλευμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του βουλεύομαι, σκόπιμα, προμελετημένα, εσκεμμένα, εκ προθέσεως, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

βεβουλευμένως: ἐπίρρ. παθ. πρκμ. τοῦ βουλεύομαι, ἐσκεμμένως, ἐπίτηδες, Λατ. ex consulto, Δημ. 527. 21.

Middle Liddell

part. perf. pass. of βουλεύομαι,]
advisedly, designedly, Dem.

English (Woodhouse)

on purpose

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search