βουδόρος: Difference between revisions

From LSJ

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> où l'on écorche les bœufs;<br /><b>2</b> ὁ [[βουδόρος]] couteau pour écorcher les bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[δέρω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> où l'on écorche les bœufs;<br /><b>2</b> ὁ [[βουδόρος]] couteau pour écorcher les bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[δέρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βουδόρος''': -ον, ([[δέρω]]) ὁ δέρων, ἐκδέρων [[βοῦς]], βασανίζων αὐτούς, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 502. ΙΙ. ὡς οὐσιαστικ., [[μάχαιρα]] πρὸς ἐκδοράν, Βάβρ. 97. 7.
|elnltext=[[βουδόρος]] -ον [[βοῦς]], [[δέρω]] om ossen te villen.
}}
{{elru
|elrutext='''βουδόρος:''' <b class="num">II</b> ὁ нож для сдирания бычачьих шкур Babr.<br />обдирающий быков, т. е. мучительный для скота (ἤματα Hes.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''βουδόρος:''' -ον ([[δέρω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που γδέρνει, που βασανίζει τα βόδια, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., το [[μαχαίρι]] που χρησιμοποιείται για την [[εκδορά]] των βοδιών, σε Βάβρ.
|lsmtext='''βουδόρος:''' -ον ([[δέρω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που γδέρνει, που βασανίζει τα βόδια, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., το [[μαχαίρι]] που χρησιμοποιείται για την [[εκδορά]] των βοδιών, σε Βάβρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βουδόρος:''' <b class="num">II</b> ὁ нож для сдирания бычачьих шкур Babr.<br />обдирающий быков, т. е. мучительный для скота (ἤματα Hes.).
|lstext='''βουδόρος''': -ον, ([[δέρω]]) ὁ δέρων, ἐκδέρων [[βοῦς]], βασανίζων αὐτούς, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 502. ΙΙ. ὡς οὐσιαστικ., [[μάχαιρα]] πρὸς ἐκδοράν, Βάβρ. 97. 7.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βουδόρος]] -ον [[βοῦς]], [[δέρω]] om ossen te villen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δέρω]]<br /><b class="num">I.</b> flaying oxen, Hes.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]] a [[knife]] for flaying, Babr.
|mdlsjtxt=[[δέρω]]<br /><b class="num">I.</b> flaying oxen, Hes.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]] a [[knife]] for flaying, Babr.
}}
}}

Revision as of 20:19, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουδόρος Medium diacritics: βουδόρος Low diacritics: βουδόρος Capitals: ΒΟΥΔΟΡΟΣ
Transliteration A: boudóros Transliteration B: boudoros Transliteration C: voudoros Beta Code: boudo/ros

English (LSJ)

ον, (δέρω) A flaying oxen, galling, Hes.Op.504 (βούδορα codd., βουδόρα Sch.T.ll.17.550, cf. Eust.1117.53). II for flaying, μάχαιρα Babr.97.7: as substantive, Hsch., prob. in Tim.Pers.28. 2 prov., β. νόμῳ of those who deserve flaying, Diogenian.3.66.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): βού- Eust.1117.53
1 desollador de bueyes, apto para desollar bueyes ἤματα Hes.Op.504, Sch.Er.Il.17.550, μάχαιραι Babr.97.7, en el inventario de objetos de un santuario IG 13.405.9 (V a.C.)
prov. βουδόρῳ νόμῳ dicho de los que merecen ser desollados, Diogenian.1.3.66, Phot.β 225, Hsch.
2 de cuero de buey ἐν ἀποτομάσι βουδόροισι en astiles (con correas) de cuero de buey Tim.15.28, cf. βουδόρῳ· ἀσκῷ Hsch.

German (Pape)

[Seite 456] Rinder schindend, aufreibend, Hes. O. 502 ἤματα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 où l'on écorche les bœufs;
2βουδόρος couteau pour écorcher les bœufs.
Étymologie: βοῦς, δέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουδόρος -ον βοῦς, δέρω om ossen te villen.

Russian (Dvoretsky)

βουδόρος: II ὁ нож для сдирания бычачьих шкур Babr.
обдирающий быков, т. е. мучительный для скота (ἤματα Hes.).

Greek Monolingual

βουδόρος, -ον (Α)
1. αυτός που γδέρνει βόδια
2. ως ουσ. ειδικό μαχαίρι για το γδάρσιμο των βοδιών
3. φρ. «βουδόρῳ νόμῳ» — γι' αυτούς που τους αξίζει να τους γδάρουν ζωντανούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -δόρος < δορά < δέρω).

Greek Monotonic

βουδόρος: -ον (δέρω),
I. αυτός που γδέρνει, που βασανίζει τα βόδια, σε Ησίοδ.
II. ως ουσ., το μαχαίρι που χρησιμοποιείται για την εκδορά των βοδιών, σε Βάβρ.

Greek (Liddell-Scott)

βουδόρος: -ον, (δέρω) ὁ δέρων, ἐκδέρων βοῦς, βασανίζων αὐτούς, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 502. ΙΙ. ὡς οὐσιαστικ., μάχαιρα πρὸς ἐκδοράν, Βάβρ. 97. 7.

Middle Liddell

δέρω
I. flaying oxen, Hes.
II. as substantive a knife for flaying, Babr.