κακοτεχνέω: Difference between revisions
Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐκακοτέχνουν;<br />user de ruse <i>ou</i> d'intrigue.<br />'''Étymologie:''' [[κακότεχνος]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐκακοτέχνουν;<br />user de ruse <i>ou</i> d'intrigue.<br />'''Étymologie:''' [[κακότεχνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κακοτεχνέω [κακότεχνος] intrigeren:. κακοτεχνάσαντα ἐς Δημάρατον (toen bekend werd) dat hij geïntrigeerd had tegen Demaratus Hdt. 6.74.1; τι κακοτεχνεῖν een intrige opzetten Men. Dysc. 310. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰκοτεχνέω:''' [[пускать в ход хитрости]], [[строить козни]] (ἔς τινα Her.; περί τι Dem.). | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰκοτεχνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κακότεχνος]]), [[μεταχειρίζομαι]] άσχημα τεχνάσματα, [[ενεργώ]] [[κακά]] ή δόλια, φέρομαι με [[δολιότητα]], [[συμπεριφέρομαι]] με [[πανουργία]], σε Ηρόδ., Δημ. | |lsmtext='''κᾰκοτεχνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κακότεχνος]]), [[μεταχειρίζομαι]] άσχημα τεχνάσματα, [[ενεργώ]] [[κακά]] ή δόλια, φέρομαι με [[δολιότητα]], [[συμπεριφέρομαι]] με [[πανουργία]], σε Ηρόδ., Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κακοτεχνέω''': μεταχειρίζομαι κακὰς τέχνας, ἐνεργῶ κακῶς ἢ δολίως, φέρομαι πανούργως καὶ ἀπατηλῶς, ὡς τὸ [[πανουργέω]], Λατ. malitiose agere, κακοτεχνήσαντα ἐς Δημάρατον Ἡρόδ. 6. 74· περὶ τὰς διαθήκας Δημ. 1136. 24· ― ἀπολ., Ἀντιφῶν 113. 41, Δημ. 848. 5., 942. 26. 2) κακοτέχνως ἔχω, ἐπὶ ὕφους, Δημ. Φαληρ. § 28· ἁρμονίαι περὶ τὰς καμπὰς φθόγγων κακοτεχνοῦσαι, κακοτέχνως ἔχουσαι, Κλήμ. Ἀλ. 195. ΙΙ. μεταβ., ἐξαπατῶ, παραπλανῶ διὰ δολίων τεχνασμάτων, τοὺς νέους Ἀρισταίν. 2. 18. 2) παραποιῶ, [[κιβδηλεύω]], οὐ κακοτεχνήσω οὐδὲν τῶν ἐν [[τῇδε]] τῇ ἰσοπολιτείᾳ γεγραμμένων [[οὔτε]] λόγῳ [[οὔτε]] ἔργῳ Κρητικὸς [[ὅρκος]] ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2555. 19· καὶ ἐν τῷ Παθ., Διοσκ. 5. 143· πρβλ. [[κακουργέω]] ΙΙ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κᾰκοτεχνέω, fut. -ήσω [[κακότεχνος]]<br />to use [[base]] arts, act [[basely]] or [[meanly]], [[deal]] [[fraudulently]], Hdt., Dem. | |mdlsjtxt=κᾰκοτεχνέω, fut. -ήσω [[κακότεχνος]]<br />to use [[base]] arts, act [[basely]] or [[meanly]], [[deal]] [[fraudulently]], Hdt., Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:25, 2 October 2022
English (LSJ)
A use base arts, deal fraudulently, ἔς τινα Hdt.6.74, PEleph.1.9 (iv B. C.); περὶ τὰς δίκας D.46.25: abs., Antipho 1.22, D. 29.11, 35.56. 2 Rhet., use false artifices of style, Demetr.Eloc. 28, 250. II trans., misuse, τινὰ περὶ τὸ σῶμα Arr.Epict.4.6.4; mislead, τοὺς νέους Aristaenet.2.18. 2 falsify, οὐ κακοτεχνησῶ οὐδὲν τῶν… γεγραμμένων GDI5039.19 (Hierapytna); counterfeit, imitate, αἱματίτης κεκακοτεχνημένος Dsc.5.126.
German (Pape)
[Seite 1304] schlechte Künste anwenden, boshaft u. arglistig handeln; ἔς τινα, Her. 6, 74; Antiph. 1, 22; Dem. 29, 11 u. öfter, bes. durch Aufstellung falscher Zeugen; Sp., τοὺς νέους, verschlechtern, verderben, Aristaen. 2, 18.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἐκακοτέχνουν;
user de ruse ou d'intrigue.
Étymologie: κακότεχνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοτεχνέω [κακότεχνος] intrigeren:. κακοτεχνάσαντα ἐς Δημάρατον (toen bekend werd) dat hij geïntrigeerd had tegen Demaratus Hdt. 6.74.1; τι κακοτεχνεῖν een intrige opzetten Men. Dysc. 310.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοτεχνέω: пускать в ход хитрости, строить козни (ἔς τινα Her.; περί τι Dem.).
Greek Monotonic
κᾰκοτεχνέω: μέλ. -ήσω (κακότεχνος), μεταχειρίζομαι άσχημα τεχνάσματα, ενεργώ κακά ή δόλια, φέρομαι με δολιότητα, συμπεριφέρομαι με πανουργία, σε Ηρόδ., Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
κακοτεχνέω: μεταχειρίζομαι κακὰς τέχνας, ἐνεργῶ κακῶς ἢ δολίως, φέρομαι πανούργως καὶ ἀπατηλῶς, ὡς τὸ πανουργέω, Λατ. malitiose agere, κακοτεχνήσαντα ἐς Δημάρατον Ἡρόδ. 6. 74· περὶ τὰς διαθήκας Δημ. 1136. 24· ― ἀπολ., Ἀντιφῶν 113. 41, Δημ. 848. 5., 942. 26. 2) κακοτέχνως ἔχω, ἐπὶ ὕφους, Δημ. Φαληρ. § 28· ἁρμονίαι περὶ τὰς καμπὰς φθόγγων κακοτεχνοῦσαι, κακοτέχνως ἔχουσαι, Κλήμ. Ἀλ. 195. ΙΙ. μεταβ., ἐξαπατῶ, παραπλανῶ διὰ δολίων τεχνασμάτων, τοὺς νέους Ἀρισταίν. 2. 18. 2) παραποιῶ, κιβδηλεύω, οὐ κακοτεχνήσω οὐδὲν τῶν ἐν τῇδε τῇ ἰσοπολιτείᾳ γεγραμμένων οὔτε λόγῳ οὔτε ἔργῳ Κρητικὸς ὅρκος ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2555. 19· καὶ ἐν τῷ Παθ., Διοσκ. 5. 143· πρβλ. κακουργέω ΙΙ.
Middle Liddell
κᾰκοτεχνέω, fut. -ήσω κακότεχνος
to use base arts, act basely or meanly, deal fraudulently, Hdt., Dem.