Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακοτεχνέω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist

Menander, Monostichoi, 509
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐκακοτέχνουν;<br />user de ruse <i>ou</i> d'intrigue.<br />'''Étymologie:''' [[κακότεχνος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐκακοτέχνουν;<br />user de ruse <i>ou</i> d'intrigue.<br />'''Étymologie:''' [[κακότεχνος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κακοτεχνέω''': μεταχειρίζομαι κακὰς τέχνας, ἐνεργῶ κακῶς ἢ δολίως, φέρομαι πανούργως καὶ ἀπατηλῶς, ὡς τὸ [[πανουργέω]], Λατ. malitiose agere, κακοτεχνήσαντα ἐς Δημάρατον Ἡρόδ. 6. 74· περὶ τὰς διαθήκας Δημ. 1136. 24· ― ἀπολ., Ἀντιφῶν 113. 41, Δημ. 848. 5., 942. 26. 2) κακοτέχνως ἔχω, ἐπὶ ὕφους, Δημ. Φαληρ. § 28· ἁρμονίαι περὶ τὰς καμπὰς φθόγγων κακοτεχνοῦσαι, κακοτέχνως ἔχουσαι, Κλήμ. Ἀλ. 195. ΙΙ. μεταβ., ἐξαπατῶ, παραπλανῶ διὰ δολίων τεχνασμάτων, τοὺς νέους Ἀρισταίν. 2. 18. 2) παραποιῶ, [[κιβδηλεύω]], οὐ κακοτεχνήσω οὐδὲν τῶν ἐν [[τῇδε]] τῇ ἰσοπολιτείᾳ γεγραμμένων [[οὔτε]] λόγῳ [[οὔτε]] ἔργῳ Κρητικὸς [[ὅρκος]] ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2555. 19· καὶ ἐν τῷ Παθ., Διοσκ. 5. 143· πρβλ. [[κακουργέω]] ΙΙ.
|elnltext=κακοτεχνέω [κακότεχνος] intrigeren:. κακοτεχνάσαντα ἐς Δημάρατον (toen bekend werd) dat hij geïntrigeerd had tegen Demaratus Hdt. 6.74.1; τι κακοτεχνεῖν een intrige opzetten Men. Dysc. 310.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοτεχνέω:''' [[пускать в ход хитрости]], [[строить козни]] (ἔς τινα Her.; περί τι Dem.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοτεχνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κακότεχνος]]), [[μεταχειρίζομαι]] άσχημα τεχνάσματα, [[ενεργώ]] [[κακά]] ή δόλια, φέρομαι με [[δολιότητα]], [[συμπεριφέρομαι]] με [[πανουργία]], σε Ηρόδ., Δημ.
|lsmtext='''κᾰκοτεχνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κακότεχνος]]), [[μεταχειρίζομαι]] άσχημα τεχνάσματα, [[ενεργώ]] [[κακά]] ή δόλια, φέρομαι με [[δολιότητα]], [[συμπεριφέρομαι]] με [[πανουργία]], σε Ηρόδ., Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰκοτεχνέω:''' [[пускать в ход хитрости]], [[строить козни]] (ἔς τινα Her.; περί τι Dem.).
|lstext='''κακοτεχνέω''': μεταχειρίζομαι κακὰς τέχνας, ἐνεργῶ κακῶς ἢ δολίως, φέρομαι πανούργως καὶ ἀπατηλῶς, ὡς τὸ [[πανουργέω]], Λατ. malitiose agere, κακοτεχνήσαντα ἐς Δημάρατον Ἡρόδ. 6. 74· περὶ τὰς διαθήκας Δημ. 1136. 24· ― ἀπολ., Ἀντιφῶν 113. 41, Δημ. 848. 5., 942. 26. 2) κακοτέχνως ἔχω, ἐπὶ ὕφους, Δημ. Φαληρ. § 28· ἁρμονίαι περὶ τὰς καμπὰς φθόγγων κακοτεχνοῦσαι, κακοτέχνως ἔχουσαι, Κλήμ. Ἀλ. 195. ΙΙ. μεταβ., ἐξαπατῶ, παραπλανῶ διὰ δολίων τεχνασμάτων, τοὺς νέους Ἀρισταίν. 2. 18. 2) παραποιῶ, [[κιβδηλεύω]], οὐ κακοτεχνήσω οὐδὲν τῶν ἐν [[τῇδε]] τῇ ἰσοπολιτείᾳ γεγραμμένων [[οὔτε]] λόγῳ [[οὔτε]] ἔργῳ Κρητικὸς [[ὅρκος]] ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2555. 19· καὶ ἐν τῷ Παθ., Διοσκ. 5. 143· πρβλ. [[κακουργέω]] ΙΙ.
}}
{{elnl
|elnltext=κακοτεχνέω [κακότεχνος] intrigeren:. κακοτεχνάσαντα ἐς Δημάρατον (toen bekend werd) dat hij geïntrigeerd had tegen Demaratus Hdt. 6.74.1; τι κακοτεχνεῖν een intrige opzetten Men. Dysc. 310.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκοτεχνέω, fut. -ήσω [[κακότεχνος]]<br />to use [[base]] arts, act [[basely]] or [[meanly]], [[deal]] [[fraudulently]], Hdt., Dem.
|mdlsjtxt=κᾰκοτεχνέω, fut. -ήσω [[κακότεχνος]]<br />to use [[base]] arts, act [[basely]] or [[meanly]], [[deal]] [[fraudulently]], Hdt., Dem.
}}
}}

Revision as of 20:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοτεχνέω Medium diacritics: κακοτεχνέω Low diacritics: κακοτεχνέω Capitals: ΚΑΚΟΤΕΧΝΕΩ
Transliteration A: kakotechnéō Transliteration B: kakotechneō Transliteration C: kakotechneo Beta Code: kakotexne/w

English (LSJ)

A use base arts, deal fraudulently, ἔς τινα Hdt.6.74, PEleph.1.9 (iv B. C.); περὶ τὰς δίκας D.46.25: abs., Antipho 1.22, D. 29.11, 35.56. 2 Rhet., use false artifices of style, Demetr.Eloc. 28, 250. II trans., misuse, τινὰ περὶ τὸ σῶμα Arr.Epict.4.6.4; mislead, τοὺς νέους Aristaenet.2.18. 2 falsify, οὐ κακοτεχνησῶ οὐδὲν τῶν… γεγραμμένων GDI5039.19 (Hierapytna); counterfeit, imitate, αἱματίτης κεκακοτεχνημένος Dsc.5.126.

German (Pape)

[Seite 1304] schlechte Künste anwenden, boshaft u. arglistig handeln; ἔς τινα, Her. 6, 74; Antiph. 1, 22; Dem. 29, 11 u. öfter, bes. durch Aufstellung falscher Zeugen; Sp., τοὺς νέους, verschlechtern, verderben, Aristaen. 2, 18.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἐκακοτέχνουν;
user de ruse ou d'intrigue.
Étymologie: κακότεχνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοτεχνέω [κακότεχνος] intrigeren:. κακοτεχνάσαντα ἐς Δημάρατον (toen bekend werd) dat hij geïntrigeerd had tegen Demaratus Hdt. 6.74.1; τι κακοτεχνεῖν een intrige opzetten Men. Dysc. 310.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοτεχνέω: пускать в ход хитрости, строить козни (ἔς τινα Her.; περί τι Dem.).

Greek Monotonic

κᾰκοτεχνέω: μέλ. -ήσω (κακότεχνος), μεταχειρίζομαι άσχημα τεχνάσματα, ενεργώ κακά ή δόλια, φέρομαι με δολιότητα, συμπεριφέρομαι με πανουργία, σε Ηρόδ., Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

κακοτεχνέω: μεταχειρίζομαι κακὰς τέχνας, ἐνεργῶ κακῶς ἢ δολίως, φέρομαι πανούργως καὶ ἀπατηλῶς, ὡς τὸ πανουργέω, Λατ. malitiose agere, κακοτεχνήσαντα ἐς Δημάρατον Ἡρόδ. 6. 74· περὶ τὰς διαθήκας Δημ. 1136. 24· ― ἀπολ., Ἀντιφῶν 113. 41, Δημ. 848. 5., 942. 26. 2) κακοτέχνως ἔχω, ἐπὶ ὕφους, Δημ. Φαληρ. § 28· ἁρμονίαι περὶ τὰς καμπὰς φθόγγων κακοτεχνοῦσαι, κακοτέχνως ἔχουσαι, Κλήμ. Ἀλ. 195. ΙΙ. μεταβ., ἐξαπατῶ, παραπλανῶ διὰ δολίων τεχνασμάτων, τοὺς νέους Ἀρισταίν. 2. 18. 2) παραποιῶ, κιβδηλεύω, οὐ κακοτεχνήσω οὐδὲν τῶν ἐν τῇδε τῇ ἰσοπολιτείᾳ γεγραμμένων οὔτε λόγῳ οὔτε ἔργῳ Κρητικὸς ὅρκος ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2555. 19· καὶ ἐν τῷ Παθ., Διοσκ. 5. 143· πρβλ. κακουργέω ΙΙ.

Middle Liddell

κᾰκοτεχνέω, fut. -ήσω κακότεχνος
to use base arts, act basely or meanly, deal fraudulently, Hdt., Dem.