καλλίμορφος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />de belle forme, beau, bien fait.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[μορφή]].
|btext=ος, ον :<br />de belle forme, beau, bien fait.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[μορφή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καλλίμορφος''': -ον, [[καλῶς]] ἐσχηματισμένος, [[δέμας]] Εὐρ. Ἀνδρ. 1155· χορὸς τέκνων ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 925· ὁ καλὸς τὴν μορφήν, τοὺς καλλιμόρφους καὶ περιβλέπτους ταὧς Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοπατρίοις» 1. 5.
|elnltext=καλλίμορφος -ον [καλός, μορφή] mooi gevormd.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλίμορφος:''' [[красивый]], [[прекрасный]], [[изящный]] ([[δέμας]], χορὸς τέκνων Eur.; [[νέος]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καλλίμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), καλοσχηματισμένος, αυτός που έχει [[καλή]] [[μορφή]], σε Ευρ.
|lsmtext='''καλλίμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), καλοσχηματισμένος, αυτός που έχει [[καλή]] [[μορφή]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καλλίμορφος:''' [[красивый]], [[прекрасный]], [[изящный]] ([[δέμας]], χορὸς τέκνων Eur.; [[νέος]] Plut.).
|lstext='''καλλίμορφος''': -ον, [[καλῶς]] ἐσχηματισμένος, [[δέμας]] Εὐρ. Ἀνδρ. 1155· χορὸς τέκνων ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 925· ὁ καλὸς τὴν μορφήν, τοὺς καλλιμόρφους καὶ περιβλέπτους ταὧς Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοπατρίοις» 1. 5.
}}
{{elnl
|elnltext=καλλίμορφος -ον [καλός, μορφή] mooi gevormd.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=καλλί-μορφος, ον [[μορφή]]<br />[[beautifully]] shaped or formed, Eur.
|mdlsjtxt=καλλί-μορφος, ον [[μορφή]]<br />[[beautifully]] shaped or formed, Eur.
}}
}}

Revision as of 20:33, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίμορφος Medium diacritics: καλλίμορφος Low diacritics: καλλίμορφος Capitals: ΚΑΛΛΙΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: kallímorphos Transliteration B: kallimorphos Transliteration C: kallimorfos Beta Code: kalli/morfos

English (LSJ)

ον, beautifully formed, δέμας E.Andr.1155; Χορὸς τέκνων Id.HF925; ταὧς Antiph.175.5.

German (Pape)

[Seite 1310] schön gestaltet; δέμας Eur. Andr. 1150; χορὸς τέκνων Herc. Fur. 925; vom Pfau, Antiphan. bei Ath. XV, 655 b; Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de belle forme, beau, bien fait.
Étymologie: καλός, μορφή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίμορφος -ον [καλός, μορφή] mooi gevormd.

Russian (Dvoretsky)

καλλίμορφος: красивый, прекрасный, изящный (δέμας, χορὸς τέκνων Eur.; νέος Plut.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καλλίμορφος, -ον)
1. ο σχηματισμένος ωραία («καλλίμορφος χορός», Ευρ.)
2. αυτός που έχει ωραία μορφή, ο όμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. αγλαόμορφος, ποικιλόμορφος].

Greek Monotonic

καλλίμορφος: -ον (μορφή), καλοσχηματισμένος, αυτός που έχει καλή μορφή, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίμορφος: -ον, καλῶς ἐσχηματισμένος, δέμας Εὐρ. Ἀνδρ. 1155· χορὸς τέκνων ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 925· ὁ καλὸς τὴν μορφήν, τοὺς καλλιμόρφους καὶ περιβλέπτους ταὧς Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοπατρίοις» 1. 5.

Middle Liddell

καλλί-μορφος, ον μορφή
beautifully shaped or formed, Eur.