κατοικητήριον: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br />lieu d'habitation, résidence, séjour.<br />'''Étymologie:''' [[κατοικέω]].
|btext=ου (τό) :<br />lieu d'habitation, résidence, séjour.<br />'''Étymologie:''' [[κατοικέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατοικητήριον''': τό, [[τόπος]] κατοικήσεως, [[κατοικία]], Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β', 22, Ἀποκ. ιη', 2.
|elnltext=κατοικητήριον -ου, τό [κατοικέω] verblijfplaats.
}}
{{elru
|elrutext='''κατοικητήριον:''' τό NT = [[κατοίκησις]] 2.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κατοικητήριον:''' τό, [[τόπος]] κατοικήσεως, [[κατοικία]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''κατοικητήριον:''' τό, [[τόπος]] κατοικήσεως, [[κατοικία]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατοικητήριον:''' τό NT = [[κατοίκησις]] 2.
|lstext='''κατοικητήριον''': τό, [[τόπος]] κατοικήσεως, [[κατοικία]], Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β', 22, Ἀποκ. ιη', 2.
}}
{{elnl
|elnltext=κατοικητήριον -ου, τό [κατοικέω] verblijfplaats.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικητήριον Medium diacritics: κατοικητήριον Low diacritics: κατοικητήριον Capitals: ΚΑΤΟΙΚΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: katoikētḗrion Transliteration B: katoikētērion Transliteration C: katoikitirion Beta Code: katoikhth/rion

English (LSJ)

τό, dwellingplace, abode, LXX Ex.12.20; κ. θεοῦ, δαιμονίων, Ep.Eph.2.22, Apoc. 18.2.

German (Pape)

[Seite 1402] τό, Wohnort, Aufenthaltsort, N. T.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu d'habitation, résidence, séjour.
Étymologie: κατοικέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοικητήριον -ου, τό [κατοικέω] verblijfplaats.

Russian (Dvoretsky)

κατοικητήριον: τό NT = κατοίκησις 2.

English (Strong)

from a derivative of κατοικέω; a dwelling-place: habitation.

English (Thayer)

κατοικητηρίου, τό (κατοικέω), an abode, a habitation: Sept.; the Epistle of Barnabas (6,15 [ET]); 16,7, 8 [ET], and other ecclesiastical writings.)

Greek Monotonic

κατοικητήριον: τό, τόπος κατοικήσεως, κατοικία, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

κατοικητήριον: τό, τόπος κατοικήσεως, κατοικία, Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β', 22, Ἀποκ. ιη', 2.

Middle Liddell

κατοικητήριον, ου, τό, [from κατοικέω
a dwelling-place, abode, NTest.

Chinese

原文音譯:katoikht»rion 卡特-哀咳帖里按
詞類次數:名詞(2)
原文字根:向下-家(處) 相當於: (מֹושָׁב‎) (מְעֹנָה‎)
字義溯源:住處,居所;源自(κατοικέω / κατοικίζω)=定居);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(οἰκέω)=居住)組成;而 (οἰκέω)出自(οἶκος)*=住處)。參讀 (κατοικέω / κατοικίζω)同義字
出現次數:總共(2);弗(1);啓(1)
譯字彙編
1) 住處(1) 啓18:2;
2) 居所(1) 弗2:22