κατακαλέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> appeler, convoquer, acc.;<br /><b>2</b> rappeler (d'exil, <i>etc.</i>) acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κατακαλέομαι]], [[κατακαλοῦμαι]];<br /><b>1</b> appeler, mander;<br /><b>2</b> invoquer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[καλέω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> appeler, convoquer, acc.;<br /><b>2</b> rappeler (d'exil, <i>etc.</i>) acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κατακαλέομαι]], [[κατακαλοῦμαι]];<br /><b>1</b> appeler, mander;<br /><b>2</b> invoquer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[καλέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατακᾰλέω''': μέλλ. -έσω, καλῷ [[κάτω]], προσκαλῶ, ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθεὶς Θουκ. 1. 24· κ. δούλους ἐπ’ ἐλευθερίᾳ Στράβ. 646.- Μέσ., κ. Ἀθήναζε Πλουτ. Σόλων 24. ΙΙ. ἐπικαλοῦμαι, τοὺς θεοὺς Ἀππ. Καρχηδ. 81· οὕτω, κατακαλέσασθαι, διαφ. γραφ., Ἰσοκρ. 218C, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 13. ΙΙΙ. καλῶ [[ὀπίσω]], ἀνακαλῶ, τοὺς φεύγοντας ἐκ τῆς ἐξορίας Πολύβ. 26. 5, 1, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 232Α.
|elnltext=κατα-καλέω ontbieden, uitnodigen:; ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς uit zijn moederstad ontboden Thuc. 1.24.2; ook med.: κ. Ἀθήναζε naar Athene ontbieden Plut. Sol. 24.4. aanroepen (van goden).
}}
{{elru
|elrutext='''κατακᾰλέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[звать]], [[вызывать]] (ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Thuc.); med. звать к себе ([[Ἀθήναζε]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[звать обратно]] (τοὺς φεύγοντας Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[призывать]] (на помощь) (τοὺς θεούς Plut.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακᾰλέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, [[καλώ]] [[κάτω]], [[συγκαλώ]], [[προσκαλώ]], σε Θουκ. — Μέσ., σε Πλούτ.
|lsmtext='''κατακᾰλέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, [[καλώ]] [[κάτω]], [[συγκαλώ]], [[προσκαλώ]], σε Θουκ. — Μέσ., σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατακᾰλέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[звать]], [[вызывать]] (ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Thuc.); med. звать к себе ([[Ἀθήναζε]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[звать обратно]] (τοὺς φεύγοντας Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[призывать]] (на помощь) (τοὺς θεούς Plut.).
|lstext='''κατακᾰλέω''': μέλλ. -έσω, καλῷ [[κάτω]], προσκαλῶ, ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθεὶς Θουκ. 1. 24· κ. δούλους ἐπ’ ἐλευθερίᾳ Στράβ. 646.- Μέσ., κ. Ἀθήναζε Πλουτ. Σόλων 24. ΙΙ. ἐπικαλοῦμαι, τοὺς θεοὺς Ἀππ. Καρχηδ. 81· οὕτω, κατακαλέσασθαι, διαφ. γραφ., Ἰσοκρ. 218C, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 13. ΙΙΙ. καλῶ [[ὀπίσω]], ἀνακαλῶ, τοὺς φεύγοντας ἐκ τῆς ἐξορίας Πολύβ. 26. 5, 1, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 232Α.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-καλέω ontbieden, uitnodigen:; ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς uit zijn moederstad ontboden Thuc. 1.24.2; ook med.: κ. Ἀθήναζε naar Athene ontbieden Plut. Sol. 24.4. aanroepen (van goden).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. έσω<br />to [[call]] [[down]], [[summon]], [[invite]], Thuc.:—Mid., Plut.
|mdlsjtxt=fut. έσω<br />to [[call]] [[down]], [[summon]], [[invite]], Thuc.:—Mid., Plut.
}}
}}