Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κλυτόκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → it's better to keep silence than to speak without reason (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />aux fruits renommés, <i>fig.</i> glorieux par ses fruits.<br />'''Étymologie:''' [[κλυτός]], [[καρπός]].
|btext=ος, ον :<br />aux fruits renommés, <i>fig.</i> glorieux par ses fruits.<br />'''Étymologie:''' [[κλυτός]], [[καρπός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κλῠτόκαρπος''': -ον, [[ἔνδοξος]], πεφημισμένος διὰ τὸν καρπόν του, κλ. [[στέφανος]] Πινδ. Ν. 4. 124.
|elnltext=κλυτόκαρπος -ον [κλυτός, καρπός] beroemd om zijn vruchten.
}}
{{elru
|elrutext='''κλῠτόκαρπος:''' [[славный своими плодами]] ([[στέφανος]] Pind.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κλῠτόκαρπος:''' -ον, [[ένδοξος]] για τα φρούτα του, σε Πίνδ.
|lsmtext='''κλῠτόκαρπος:''' -ον, [[ένδοξος]] για τα φρούτα του, σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κλῠτόκαρπος:''' [[славный своими плодами]] ([[στέφανος]] Pind.).
|lstext='''κλῠτόκαρπος''': -ον, [[ἔνδοξος]], πεφημισμένος διὰ τὸν καρπόν του, κλ. [[στέφανος]] Πινδ. Ν. 4. 124.
}}
{{elnl
|elnltext=κλυτόκαρπος -ον [κλυτός, καρπός] beroemd om zijn vruchten.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κλῠτό-καρπος, ον<br />[[glorious]] with [[fruit]], Pind.
|mdlsjtxt=κλῠτό-καρπος, ον<br />[[glorious]] with [[fruit]], Pind.
}}
}}

Revision as of 20:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῠτόκαρπος Medium diacritics: κλυτόκαρπος Low diacritics: κλυτόκαρπος Capitals: ΚΛΥΤΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: klytókarpos Transliteration B: klytokarpos Transliteration C: klytokarpos Beta Code: kluto/karpos

English (LSJ)

ον, glorious with fruit, κ. στέφανοι Pi.N.4.76.

German (Pape)

[Seite 1457] durch schöne Früchte berühmt, στέφανος Pind. N. 4, 76, des Ruhmes Fruchtkränze.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux fruits renommés, fig. glorieux par ses fruits.
Étymologie: κλυτός, καρπός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλυτόκαρπος -ον [κλυτός, καρπός] beroemd om zijn vruchten.

Russian (Dvoretsky)

κλῠτόκαρπος: славный своими плодами (στέφανος Pind.).

English (Slater)

κλῠτόκαρπος with glorious fruit met. οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων (N. 4.76)

Greek Monolingual

κλυτόκαρπος, -ον (Α)
ονομαστός για τον καρπό του («κλυτοκάρπων... στεφάνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + καρπός (πρβλ. αριστό-καρπος, λεπτό-καρπος)].

Greek Monotonic

κλῠτόκαρπος: -ον, ένδοξος για τα φρούτα του, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

κλῠτόκαρπος: -ον, ἔνδοξος, πεφημισμένος διὰ τὸν καρπόν του, κλ. στέφανος Πινδ. Ν. 4. 124.

Middle Liddell

κλῠτό-καρπος, ον
glorious with fruit, Pind.