κεράμινος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=η, ον :<br /><i>c.</i> [[κεράμειος]].
|btext=η, ον :<br /><i>c.</i> [[κεράμειος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κεράμῐνος''': -η, -ον, = [[κεραμεοῦς]], Ἡρόδ. 3, 96., 4. 70, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 7.
|elnltext=κεράμινος -η -ον zie κεραμεοῦς.
}}
{{elru
|elrutext='''κεράμῐνος:''' [[глиняный]] ([[κύλιξ]], [[πίθος]] Her.; [[πλίνθος]] Xen.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κεράμῐνος:''' -η, -ον = [[κεραμεοῦς]], σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''κεράμῐνος:''' -η, -ον = [[κεραμεοῦς]], σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κεράμῐνος:''' [[глиняный]] ([[κύλιξ]], [[πίθος]] Her.; [[πλίνθος]] Xen.).
|lstext='''κεράμῐνος''': -η, -ον, = [[κεραμεοῦς]], Ἡρόδ. 3, 96., 4. 70, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 7.
}}
{{elnl
|elnltext=κεράμινος -η -ον zie κεραμεοῦς.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κεράμῐνος, η, ον = [[κεραμεοῦς]], Hdt., Xen.]
|mdlsjtxt=κεράμῐνος, η, ον = [[κεραμεοῦς]], Hdt., Xen.]
}}
}}

Revision as of 20:51, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμῐνος Medium diacritics: κεράμινος Low diacritics: κεράμινος Capitals: ΚΕΡΑΜΙΝΟΣ
Transliteration A: keráminos Transliteration B: keraminos Transliteration C: keraminos Beta Code: kera/minos

English (LSJ)

η, ον, = κεραμεοῦς, Hdt.3.96, 4.70, Anaxil.5, PFlor.388.98 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1420] irden, vom Töpfer gemacht; κύλιξ Her. 4, 70, πίθος 3, 96; B. A. 102, 9.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
c. κεράμειος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεράμινος -η -ον zie κεραμεοῦς.

Russian (Dvoretsky)

κεράμῐνος: глиняный (κύλιξ, πίθος Her.; πλίνθος Xen.).

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ κεράμινος, -ίνη, -ον) κέραμος
κατασκευασμένος από κεραμιδόχωμα, πήλινος («εἰς πίθους κεραμίνους τήξας καταχέει», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

κεράμῐνος: -η, -ον = κεραμεοῦς, σε Ηρόδ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κεράμῐνος: -η, -ον, = κεραμεοῦς, Ἡρόδ. 3, 96., 4. 70, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 7.

Middle Liddell

κεράμῐνος, η, ον = κεραμεοῦς, Hdt., Xen.]