κρεοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br />carnivore.<br />'''Étymologie:''' [[κρέας]], [[φαγεῖν]].
|btext=ος, ον :<br />carnivore.<br />'''Étymologie:''' [[κρέας]], [[φαγεῖν]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κρεοφάγος''': -ον, ὁ ἐσθίων [[κρέας]], [[σαρκοβόρος]], Ἡρόδ. 4. 186, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 7, κτλ.· κρ. [[ἡμέρα]], ἡ πρώτη [[ἡμέρα]] μετὰ νηστείαν, Ἐκκλ.· ― ἴδε ἐν λέξ. κρεω-.
|elnltext=κρεοφάγος -ον [κρέας, φαγεῖν] vleesetend.
}}
{{elru
|elrutext='''κρεοφάγος:''' Her., Arst. [[varia lectio|v.l.]] = [[κρεωφάγος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κρεοφάγος:''' -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει σάρκες, [[σαρκοφάγος]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κρεοφάγος:''' -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει σάρκες, [[σαρκοφάγος]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρεοφάγος:''' Her., Arst. [[varia lectio|v.l.]] = [[κρεωφάγος]].
|lstext='''κρεοφάγος''': -ον, ὁ ἐσθίων [[κρέας]], [[σαρκοβόρος]], Ἡρόδ. 4. 186, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 7, κτλ.· κρ. [[ἡμέρα]], ἡ πρώτη [[ἡμέρα]] μετὰ νηστείαν, Ἐκκλ.· ― ἴδε ἐν λέξ. κρεω-.
}}
{{elnl
|elnltext=κρεοφάγος -ον [κρέας, φαγεῖν] vleesetend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κρεο-]][[φάγος]], ον [φᾰγεῖν]<br />[[eating]] [[flesh]], [[carnivorous]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[κρεο-]][[φάγος]], ον [φᾰγεῖν]<br />[[eating]] [[flesh]], [[carnivorous]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 20:54, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεοφάγος Medium diacritics: κρεοφάγος Low diacritics: κρεοφάγος Capitals: ΚΡΕΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: kreophágos Transliteration B: kreophagos Transliteration C: kreofagos Beta Code: kreofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, eating flesh, carnivorous, Hdt.4.186, Arist.PA693a3, etc.; cf. κρεηφάγος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
carnivore.
Étymologie: κρέας, φαγεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεοφάγος -ον [κρέας, φαγεῖν] vleesetend.

Russian (Dvoretsky)

κρεοφάγος: Her., Arst. v.l. = κρεωφάγος.

Greek Monolingual

-ο (AM κρεοφάγος, -ον, Α και κρεηφάγος, -ον)
αυτός που έχει ως κύρια τροφή του το κρέας («νομάδες εἰσὶ κρεοφάγοι τε καὶ γαλακτοπόται», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -φάγος (< θ. -φαγ, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω (πρβλ. ανθρωποφάγος, χορτοφάγος)].

Greek Monotonic

κρεοφάγος: -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει σάρκες, σαρκοφάγος, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κρεοφάγος: -ον, ὁ ἐσθίων κρέας, σαρκοβόρος, Ἡρόδ. 4. 186, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 7, κτλ.· κρ. ἡμέρα, ἡ πρώτη ἡμέρα μετὰ νηστείαν, Ἐκκλ.· ― ἴδε ἐν λέξ. κρεω-.

Middle Liddell

κρεο-φάγος, ον [φᾰγεῖν]
eating flesh, carnivorous, Hdt.