παραβοηθέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />porter secours : τινι, [[πρός]] τινα à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[βοηθέω]].
|btext=-ῶ :<br />porter secours : τινι, [[πρός]] τινα à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[βοηθέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραβοηθέω''': [[ἔρχομαι]] εἰς ἐπικουρίαν, εἰς βοήθειαν, τινι Θουκ. 1. 47, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 4· [[πρός]] τινα, [[ἐναντίον]] τινός, Πολύβ. 2. 54, 10· - ἀπολ., [[ἔρχομαι]] πρὸς βοήθειαν, [[ὅπως]] σώσω τινά, Ἀριστοφ. Ἱππ. 257, Θουκ. 3. 22, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 6. 2) ὡς τὸ [[ἀντιβοηθέω]], Πλάτ. Πολ. 572Ε.
|elnltext=παρα-βοηθέω te hulp komen, abs. of met dat. de andere kant steunen.
}}
{{elru
|elrutext='''παραβοηθέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[приходить на помощь]] (τινι Thuc., Plut. и πρός τινα Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[оказывать взаимную помощь]] Plat.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραβοηθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[έρχομαι]] να βοηθήσω κάποιον, <i>τινί</i>, σε Θουκ.· απόλ., [[έρχομαι]] προς [[διάσωση]] ή [[σωτηρία]], σε Αριστοφ., Θουκ.
|lsmtext='''παραβοηθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[έρχομαι]] να βοηθήσω κάποιον, <i>τινί</i>, σε Θουκ.· απόλ., [[έρχομαι]] προς [[διάσωση]] ή [[σωτηρία]], σε Αριστοφ., Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραβοηθέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[приходить на помощь]] (τινι Thuc., Plut. и πρός τινα Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[оказывать взаимную помощь]] Plat.
|lstext='''παραβοηθέω''': [[ἔρχομαι]] εἰς ἐπικουρίαν, εἰς βοήθειαν, τινι Θουκ. 1. 47, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 4· [[πρός]] τινα, [[ἐναντίον]] τινός, Πολύβ. 2. 54, 10· - ἀπολ., [[ἔρχομαι]] πρὸς βοήθειαν, [[ὅπως]] σώσω τινά, Ἀριστοφ. Ἱππ. 257, Θουκ. 3. 22, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 6. 2) ὡς τὸ [[ἀντιβοηθέω]], Πλάτ. Πολ. 572Ε.
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-βοηθέω te hulp komen, abs. of met dat. de andere kant steunen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[come]] up to [[help]], τινί Thuc.: —absol. to [[come]] to the [[rescue]], Ar., Thuc.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[come]] up to [[help]], τινί Thuc.: —absol. to [[come]] to the [[rescue]], Ar., Thuc.
}}
}}

Revision as of 21:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραβοηθέω Medium diacritics: παραβοηθέω Low diacritics: παραβοηθέω Capitals: ΠΑΡΑΒΟΗΘΕΩ
Transliteration A: paraboēthéō Transliteration B: paraboētheō Transliteration C: paravoitheo Beta Code: parabohqe/w

English (LSJ)

A come to aid, τινι Th.1.47, Antiph.228.3; πρός τινα against one, Plb.2.54.10: abs., come to the rescue, Ar.Eq.257, Th.3.22, X.HG1.1.6. 2 aid on the other hand, Pl.R.572e.

German (Pape)

[Seite 472] zu Hülfe kommen bei Etwas, helfen bei Etwas; absol., Ar. Equ. 257, wie Plat. Rep. IX, 572 f; τινί, Thuc. 1, 47; Antiphan. bei Ath. I, 3 f u. Sp., wie Pol. 5, 69, 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
porter secours : τινι, πρός τινα à qqn.
Étymologie: παρά, βοηθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-βοηθέω te hulp komen, abs. of met dat. de andere kant steunen.

Russian (Dvoretsky)

παραβοηθέω:
1) приходить на помощь (τινι Thuc., Plut. и πρός τινα Polyb.);
2) оказывать взаимную помощь Plat.

Greek Monotonic

παραβοηθέω: μέλ. -ήσω, έρχομαι να βοηθήσω κάποιον, τινί, σε Θουκ.· απόλ., έρχομαι προς διάσωση ή σωτηρία, σε Αριστοφ., Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παραβοηθέω: ἔρχομαι εἰς ἐπικουρίαν, εἰς βοήθειαν, τινι Θουκ. 1. 47, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 4· πρός τινα, ἐναντίον τινός, Πολύβ. 2. 54, 10· - ἀπολ., ἔρχομαι πρὸς βοήθειαν, ὅπως σώσω τινά, Ἀριστοφ. Ἱππ. 257, Θουκ. 3. 22, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 6. 2) ὡς τὸ ἀντιβοηθέω, Πλάτ. Πολ. 572Ε.

Middle Liddell

fut. ήσω
to come up to help, τινί Thuc.: —absol. to come to the rescue, Ar., Thuc.