παράφραγμα: Difference between revisions

From LSJ

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />palissade, barrière placée au long.<br />'''Étymologie:''' [[παραφράσσω]].
|btext=ατος (τό) :<br />palissade, barrière placée au long.<br />'''Étymologie:''' [[παραφράσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παράφραγμα''': τό, φραγμὸς παρὰ ἢ [[περί]] τι, ἐν χρήσει μόνον κατὰ πλυθ., Θουκ. 4. 115· ἐν πλοίῳ, τὰ περιφράγματα τοῦ πλοίου, ὁ αὐτ. 7. 25· χαμηλὸν [[διάφραγμα]] [[παραπέτασμα]], Πλάτ. Πολ. 514Β· τά του βουλευτηρίου π. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 118.
|elnltext=παράφραγμα -ατος, τό [παρά, φράττω] palissade, omheining.
}}
{{elru
|elrutext='''παράφραγμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[ограждение]], [[заграждение]], [[бруствер]], Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> [[перегородка]] Plat.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παράφραγμα:''' τό, [[πρόχωμα]] στην [[κορυφή]] ενός λόφου, μόνο στον πληθ., σε Θουκ.· σε [[πλοίο]], τα περιφράγματα, κουπαστές, στον ίδ.· χαμηλό [[παραπέτασμα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''παράφραγμα:''' τό, [[πρόχωμα]] στην [[κορυφή]] ενός λόφου, μόνο στον πληθ., σε Θουκ.· σε [[πλοίο]], τα περιφράγματα, κουπαστές, στον ίδ.· χαμηλό [[παραπέτασμα]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παράφραγμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[ограждение]], [[заграждение]], [[бруствер]], Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> [[перегородка]] Plat.
|lstext='''παράφραγμα''': τό, φραγμὸς παρὰ ἢ [[περί]] τι, ἐν χρήσει μόνον κατὰ πλυθ., Θουκ. 4. 115· ἐν πλοίῳ, τὰ περιφράγματα τοῦ πλοίου, ὁ αὐτ. 7. 25· χαμηλὸν [[διάφραγμα]] [[παραπέτασμα]], Πλάτ. Πολ. 514Β· τά του βουλευτηρίου π. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 118.
}}
{{elnl
|elnltext=παράφραγμα -ατος, τό [παρά, φράττω] palissade, omheining.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παράφραγμα]], ατος, τό,<br />a breastwork on the top of a [[mound]], only in plural, Thuc.; in a [[ship]], the bulwarks, Thuc.: a low [[screen]], Plat. [from [[παραφράσσω]]
|mdlsjtxt=[[παράφραγμα]], ατος, τό,<br />a breastwork on the top of a [[mound]], only in plural, Thuc.; in a [[ship]], the bulwarks, Thuc.: a low [[screen]], Plat. [from [[παραφράσσω]]
}}
}}

Revision as of 21:09, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράφραγμα Medium diacritics: παράφραγμα Low diacritics: παράφραγμα Capitals: ΠΑΡΑΦΡΑΓΜΑ
Transliteration A: paráphragma Transliteration B: paraphragma Transliteration C: parafragma Beta Code: para/fragma

English (LSJ)

ατος, τό, A breastwork on the top of a wall or mound, mostly in plural, Th.4.115; of a ship, bulwarks, Id.7.25; screen or curtain, Pl.R.514b; τὰ τοῦ βουλευτηρίου π. App.BC2.118. 2 metaph. in sg., barrior, π. καὶ ἐμπόδιον Dam.Pr.400.

German (Pape)

[Seite 507] τό, ein durch einen Zaun, ein Gehäge eingeschlossener Ort, Einfriedigung, Schutzwehr, Thuc. 4, 115; Verschlag, Plat. Rep. VII, 514 b; τοῦ βουλευτηρίου, App. B. C. 2, 118.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
palissade, barrière placée au long.
Étymologie: παραφράσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράφραγμα -ατος, τό [παρά, φράττω] palissade, omheining.

Russian (Dvoretsky)

παράφραγμα: ατος τό
1) ограждение, заграждение, бруствер, Thuc.;
2) перегородка Plat.

Greek Monolingual

το, ΝΑ παραφράσσω
1. φράγμα, περίφραγμα κοντά ή γύρω από κάτι, περιφραγμένος τόπος, οχύρωμα
2. (για πλοίο) πλευρικό διάφραγμα κατά μήκος του πλοίου
αρχ.
1. παραπέτασμα, προφυλακτήρας
2. μτφ. όριο φραγμός, εμπόδιο.

Greek Monotonic

παράφραγμα: τό, πρόχωμα στην κορυφή ενός λόφου, μόνο στον πληθ., σε Θουκ.· σε πλοίο, τα περιφράγματα, κουπαστές, στον ίδ.· χαμηλό παραπέτασμα, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

παράφραγμα: τό, φραγμὸς παρὰ ἢ περί τι, ἐν χρήσει μόνον κατὰ πλυθ., Θουκ. 4. 115· ἐν πλοίῳ, τὰ περιφράγματα τοῦ πλοίου, ὁ αὐτ. 7. 25· χαμηλὸν διάφραγμαπαραπέτασμα, Πλάτ. Πολ. 514Β· τά του βουλευτηρίου π. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 118.

Middle Liddell

παράφραγμα, ατος, τό,
a breastwork on the top of a mound, only in plural, Thuc.; in a ship, the bulwarks, Thuc.: a low screen, Plat. [from παραφράσσω