παλίμβαμος: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br />qui va et vient.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[βῆμα]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui va et vient.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[βῆμα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πᾰλίμβᾱμος''': -ον, (βαίνω) [[παλιμπόρευτος]], ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, ἐπὶ ὑφαινουςῶν γυναικῶν, [[διότι]] ὑφαίνουσαι ὀρθαὶ ἐπορεύοντο πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ [[πάλιν]] ὑπέστρεφον, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν «ἱστὸν ἐποιχομένην», Πινδ. Π. 9. 33, ἴδε Donaldson ἐν τόπῳ.
|elnltext=παλίμβαμος -ον [πάλιν, βαίνω] heen en weer lopend.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλίμβᾱμος:''' [[движущийся туда и обратно]] (ἱστῶν ὁδοί Pind.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πᾰλίμβᾱμος:''' -ον ([[βαίνω]]), [[παλινδρομικός]], <i>ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί</i>, λέγεται για γυναίκες που δουλεύουν στον αργαλειό, σε Πίνδ.
|lsmtext='''πᾰλίμβᾱμος:''' -ον ([[βαίνω]]), [[παλινδρομικός]], <i>ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί</i>, λέγεται για γυναίκες που δουλεύουν στον αργαλειό, σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πᾰλίμβᾱμος:''' [[движущийся туда и обратно]] (ἱστῶν ὁδοί Pind.).
|lstext='''πᾰλίμβᾱμος''': -ον, (βαίνω) [[παλιμπόρευτος]], ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, ἐπὶ ὑφαινουςῶν γυναικῶν, [[διότι]] ὑφαίνουσαι ὀρθαὶ ἐπορεύοντο πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ [[πάλιν]] ὑπέστρεφον, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν «ἱστὸν ἐποιχομένην», Πινδ. Π. 9. 33, ἴδε Donaldson ἐν τόπῳ.
}}
{{elnl
|elnltext=παλίμβαμος -ον [πάλιν, βαίνω] heen en weer lopend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰλίμ-βᾱμος, ον, [[βαίνω]]<br />[[walking]] [[back]], ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, of women [[working]] at the [[loom]], Pind.
|mdlsjtxt=πᾰλίμ-βᾱμος, ον, [[βαίνω]]<br />[[walking]] [[back]], ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, of women [[working]] at the [[loom]], Pind.
}}
}}

Revision as of 21:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίμβᾱμος Medium diacritics: παλίμβαμος Low diacritics: παλίμβαμος Capitals: ΠΑΛΙΜΒΑΜΟΣ
Transliteration A: palímbamos Transliteration B: palimbamos Transliteration C: palimvamos Beta Code: pali/mbamos

English (LSJ)

ον, (βαίνω) walking back, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, of women working at the loom, since they had to walk to and fro from side to side, Pi.P.9.18.

German (Pape)

[Seite 448] zurück-, hin- u. wiedergehend, ἱστῶν παλιμβάμους ὁδούς, Pind. P. 9, 18.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui va et vient.
Étymologie: πάλιν, βῆμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίμβαμος -ον [πάλιν, βαίνω] heen en weer lopend.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίμβᾱμος: движущийся туда и обратно (ἱστῶν ὁδοί Pind.).

English (Slater)

πᾰλίμβᾱμος, -ον in which one goes to and fro ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς (P. 9.18)

Greek Monolingual

παλίμβαμος, -ον (Α)
1. αυτός που προχωρεί προς τα πίσω
2. φρ. «ἱστῶν παλιμβάμους ὁδούς» — λεγόταν για γυναίκες που ύφαιναν, γιατί καθώς ύφαιναν όρθιες πήγαιναν προς τα εμπρός και πάλι γύριζαν πίσω (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -βᾶμος (< βᾶμα / βῆμα), πρβλ. χορταιό-βαμος].

Greek Monotonic

πᾰλίμβᾱμος: -ον (βαίνω), παλινδρομικός, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, λέγεται για γυναίκες που δουλεύουν στον αργαλειό, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμβᾱμος: -ον, (βαίνω) παλιμπόρευτος, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, ἐπὶ ὑφαινουςῶν γυναικῶν, διότι ὑφαίνουσαι ὀρθαὶ ἐπορεύοντο πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πάλιν ὑπέστρεφον, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν «ἱστὸν ἐποιχομένην», Πινδ. Π. 9. 33, ἴδε Donaldson ἐν τόπῳ.

Middle Liddell

πᾰλίμ-βᾱμος, ον, βαίνω
walking back, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, of women working at the loom, Pind.