παλίμβαμος: Difference between revisions
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui va et vient.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[βῆμα]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />qui va et vient.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[βῆμα]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=παλίμβαμος -ον [πάλιν, βαίνω] heen en weer lopend. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰλίμβᾱμος:''' [[движущийся туда и обратно]] (ἱστῶν ὁδοί Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''πᾰλίμβᾱμος:''' -ον ([[βαίνω]]), [[παλινδρομικός]], <i>ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί</i>, λέγεται για γυναίκες που δουλεύουν στον αργαλειό, σε Πίνδ. | |lsmtext='''πᾰλίμβᾱμος:''' -ον ([[βαίνω]]), [[παλινδρομικός]], <i>ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί</i>, λέγεται για γυναίκες που δουλεύουν στον αργαλειό, σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πᾰλίμβᾱμος''': -ον, (βαίνω) [[παλιμπόρευτος]], ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, ἐπὶ ὑφαινουςῶν γυναικῶν, [[διότι]] ὑφαίνουσαι ὀρθαὶ ἐπορεύοντο πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ [[πάλιν]] ὑπέστρεφον, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν «ἱστὸν ἐποιχομένην», Πινδ. Π. 9. 33, ἴδε Donaldson ἐν τόπῳ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πᾰλίμ-βᾱμος, ον, [[βαίνω]]<br />[[walking]] [[back]], ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, of women [[working]] at the [[loom]], Pind. | |mdlsjtxt=πᾰλίμ-βᾱμος, ον, [[βαίνω]]<br />[[walking]] [[back]], ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, of women [[working]] at the [[loom]], Pind. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, (βαίνω) walking back, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, of women working at the loom, since they had to walk to and fro from side to side, Pi.P.9.18.
German (Pape)
[Seite 448] zurück-, hin- u. wiedergehend, ἱστῶν παλιμβάμους ὁδούς, Pind. P. 9, 18.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui va et vient.
Étymologie: πάλιν, βῆμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίμβαμος -ον [πάλιν, βαίνω] heen en weer lopend.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίμβᾱμος: движущийся туда и обратно (ἱστῶν ὁδοί Pind.).
English (Slater)
πᾰλίμβᾱμος, -ον in which one goes to and fro ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς (P. 9.18)
Greek Monolingual
παλίμβαμος, -ον (Α)
1. αυτός που προχωρεί προς τα πίσω
2. φρ. «ἱστῶν παλιμβάμους ὁδούς» — λεγόταν για γυναίκες που ύφαιναν, γιατί καθώς ύφαιναν όρθιες πήγαιναν προς τα εμπρός και πάλι γύριζαν πίσω (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -βᾶμος (< βᾶμα / βῆμα), πρβλ. χορταιό-βαμος].
Greek Monotonic
πᾰλίμβᾱμος: -ον (βαίνω), παλινδρομικός, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, λέγεται για γυναίκες που δουλεύουν στον αργαλειό, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίμβᾱμος: -ον, (βαίνω) παλιμπόρευτος, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, ἐπὶ ὑφαινουςῶν γυναικῶν, διότι ὑφαίνουσαι ὀρθαὶ ἐπορεύοντο πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πάλιν ὑπέστρεφον, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν «ἱστὸν ἐποιχομένην», Πινδ. Π. 9. 33, ἴδε Donaldson ἐν τόπῳ.
Middle Liddell
πᾰλίμ-βᾱμος, ον, βαίνω
walking back, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, of women working at the loom, Pind.