παλίνδρομος: Difference between revisions
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br />qui court en sens inverse, qui revient sur ses pas.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[δραμεῖν]]. | |btext=ος, ον :<br />qui court en sens inverse, qui revient sur ses pas.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[δραμεῖν]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=παλίνδρομος -ον [πάλιν, δραμεῖν] teruglopend, terugrennend, terugkerend. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰλίνδρομος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[движущийся обратно]], [[возвращающийся]]: π. [[ἄπιθι]] Luc. отправляйся в обратный путь;<br /><b class="num">2)</b> [[колеблющийся]], [[сомнительный]], [[недостоверный]], Sext. | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''πᾰλίνδρομος:''' -ον ([[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει [[ξανά]] [[πίσω]], σε Λουκ. | |lsmtext='''πᾰλίνδρομος:''' -ον ([[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει [[ξανά]] [[πίσω]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πᾰλίνδρομος''': -ον, ὁ [[πάλιν]] εἰς τὰ [[ὀπίσω]] τρέχων, π. ἄπιθι Λουκ. Τίμων 37· π. ἔλλαβε [[πένθος]], συνεχῶς ἐπανερχόμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2240· μνᾶς ... παλινδρόμους λαμβάνειν, [[ὀπίσω]] [[πάλιν]], Διογ. Λ. 2. 65· - μεταφορ., [[ἀβέβαιος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 203. Ἐπίρρ. -μως, πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Θεόδ. Πρόδρ. 218. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πᾰλίν-δρομος, ον, [[δραμεῖν]]<br />[[running]] [[back]] [[again]], Luc. | |mdlsjtxt=πᾰλίν-δρομος, ον, [[δραμεῖν]]<br />[[running]] [[back]] [[again]], Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, running back again, π. ἄπιθι Luc.Tim.37; recurring, σελήνη π. ἀνάμνησις Secund.Sent.6; π. ἔλλαβε πένθος recurring, Epigr.Gr. 233.7 (Chios); μνᾶς… παλινδρόμους ἀπολαβεῖν back again, D.L.2.65: metaph., uncertain, S.E.P.2.203.
German (Pape)
[Seite 450] zurück-, rückwärtslaufend; παλίνδρομος ἄπιθι, Luc. Tim. 37; a. Sp., auch übertr., S. Emp. pyrrh. 2, 203.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui court en sens inverse, qui revient sur ses pas.
Étymologie: πάλιν, δραμεῖν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίνδρομος -ον [πάλιν, δραμεῖν] teruglopend, terugrennend, terugkerend.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίνδρομος:
1) движущийся обратно, возвращающийся: π. ἄπιθι Luc. отправляйся в обратный путь;
2) колеблющийся, сомнительный, недостоверный, Sext.
English (Slater)
παλίνδρομος ? ]παλινδ[ (ad fr. 33a spectare putat Lobel) P. Oxy. 2444, fr. 14b. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ παλίνδρομος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που στρέφεται ή κινείται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις
2. μτφ. άστατος, ασταθής, ευμετάβλητος
3. φρ. α) «παλίνδρομη κύηση»
ιατρ. η λόγω νέκρωσης του εμβρύου στη μήτρα υποστροφή της κύησης, η οποία καταλήγει σε αποβολή
β) «παλίνδρομο νεύρο»
ανατ. το κάτω λαρυγγικό νεύρο
μσν.-αρχ.
αυτός που τρέχει πάλι προς τα πίσω, αυτός που επανέρχεται
αρχ.
αβέβαιος.
επίρρ...
παλινδρόμως (Μ)
(σχετικά με πορεία) προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δρόμος.
Greek Monotonic
πᾰλίνδρομος: -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει ξανά πίσω, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίνδρομος: -ον, ὁ πάλιν εἰς τὰ ὀπίσω τρέχων, π. ἄπιθι Λουκ. Τίμων 37· π. ἔλλαβε πένθος, συνεχῶς ἐπανερχόμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2240· μνᾶς ... παλινδρόμους λαμβάνειν, ὀπίσω πάλιν, Διογ. Λ. 2. 65· - μεταφορ., ἀβέβαιος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 203. Ἐπίρρ. -μως, πρὸς τὰ ὀπίσω, Θεόδ. Πρόδρ. 218.