παρεμπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ᾽ ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ᾽ ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=négocier par surcroît, <i>fig.</i> traiter en passant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐμπορεύομαι]].
|btext=négocier par surcroît, <i>fig.</i> traiter en passant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐμπορεύομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρεμπορεύομαι''': ἀποθ., [[ἐμπορεύομαι]] [[προσέτι]], ἐκ περισσοῦ, - μεταφορ., [[παρέχω]] τέρψιν σὺν τῇ διδασκαλίᾳ, ἡ [[ἱστορία]] εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, πολλοὺς ἂν τοὺς ἐραστὰς ἐπισπάσαιτο Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 9.
|elnltext=παρ-εμπορεύομαι op de koop toe geven:. τὸ τερπνὸν π. aantrekkelijkheid als extraatje geven Luc. 59.9.
}}
{{elru
|elrutext='''παρεμπορεύομαι:''' [[попутно доставлять]]: τὸ τερπνὸν π. Luc. побочным образом (т. е. наряду с поучением) доставлять и удовольствие.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παρεμπορεύομαι:''' αποθ., [[εμπορεύομαι]] επιπροσθέτως· μεταφ., τὸ τερπνὸν [[παρεμπορεύομαι]], [[προσφέρω]] [[τέρψη]] [[εκτός]] από [[διδασκαλία]], σε Λουκ.
|lsmtext='''παρεμπορεύομαι:''' αποθ., [[εμπορεύομαι]] επιπροσθέτως· μεταφ., τὸ τερπνὸν [[παρεμπορεύομαι]], [[προσφέρω]] [[τέρψη]] [[εκτός]] από [[διδασκαλία]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρεμπορεύομαι:''' [[попутно доставлять]]: τὸ τερπνὸν π. Luc. побочным образом (т. е. наряду с поучением) доставлять и удовольствие.
|lstext='''παρεμπορεύομαι''': ἀποθ., [[ἐμπορεύομαι]] [[προσέτι]], ἐκ περισσοῦ, - μεταφορ., [[παρέχω]] τέρψιν σὺν τῇ διδασκαλίᾳ, ἡ [[ἱστορία]] εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, πολλοὺς ἂν τοὺς ἐραστὰς ἐπισπάσαιτο Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 9.
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-εμπορεύομαι op de koop toe geven:. τὸ τερπνὸν π. aantrekkelijkheid als extraatje geven Luc. 59.9.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[traffic]] in [[besides]]:—metaph., τὸ τερπνὸν π. to [[yield]] [[delight]] [[besides]] [[instruction]], Luc.
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[traffic]] in [[besides]]:—metaph., τὸ τερπνὸν π. to [[yield]] [[delight]] [[besides]] [[instruction]], Luc.
}}
}}

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεμπορεύομαι Medium diacritics: παρεμπορεύομαι Low diacritics: παρεμπορεύομαι Capitals: ΠΑΡΕΜΠΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: paremporeúomai Transliteration B: paremporeuomai Transliteration C: paremporeyomai Beta Code: paremporeu/omai

English (LSJ)

traffic in besides: metaph., οὕτως μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης πάλιν συνειστήκει πότος = after this little love commerce, we were thirsty again Alciphr.Fr.6.16; τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι = yield delight besides instruction, Luc.Hist.Conscr.9.

German (Pape)

[Seite 515] nebenbei womit handeln; übertr., nebenher verschaffen od. gewähren, ἡ ἱστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, d. i. neben der Belehrung auch Ergötzung gewähren, Luc. hist. conscr. 9.

French (Bailly abrégé)

négocier par surcroît, fig. traiter en passant, acc..
Étymologie: παρά, ἐμπορεύομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εμπορεύομαι op de koop toe geven:. τὸ τερπνὸν π. aantrekkelijkheid als extraatje geven Luc. 59.9.

Russian (Dvoretsky)

παρεμπορεύομαι: попутно доставлять: τὸ τερπνὸν π. Luc. побочным образом (т. е. наряду с поучением) доставлять и удовольствие.

Greek Monolingual

Α
1. εμπορεύομαι κάτι εκ περισσού
2. μτφ. παρέχω ευχαρίστηση με την διδασκαλία («ἡ ιστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, πολλοὺς ἄν τοὺς ἐραστὰς ἐπισπάσαιτο», Λουκ.).

Greek Monotonic

παρεμπορεύομαι: αποθ., εμπορεύομαι επιπροσθέτως· μεταφ., τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι, προσφέρω τέρψη εκτός από διδασκαλία, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παρεμπορεύομαι: ἀποθ., ἐμπορεύομαι προσέτι, ἐκ περισσοῦ, - μεταφορ., παρέχω τέρψιν σὺν τῇ διδασκαλίᾳ, ἡ ἱστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, πολλοὺς ἂν τοὺς ἐραστὰς ἐπισπάσαιτο Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 9.

Middle Liddell


Dep. to traffic in besides:—metaph., τὸ τερπνὸν π. to yield delight besides instruction, Luc.