παρακοίτης: Difference between revisions
Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />époux.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κοίτη]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />époux.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κοίτη]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=παρακοίτης -ου, ὁ [παρά, κοίτη] echtgenoot. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρακοίτης:''' ου ὁ супруг Hom., Hes. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''παρακοίτης:''' -ου, ὁ (κοιτή), αυτός που κοιμάται δίπλα σε άλλον, [[σύντροφος]] στο [[κρεβάτι]], [[σύζυγος]], [[σύντροφος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | |lsmtext='''παρακοίτης:''' -ου, ὁ (κοιτή), αυτός που κοιμάται δίπλα σε άλλον, [[σύντροφος]] στο [[κρεβάτι]], [[σύζυγος]], [[σύντροφος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''παρακοίτης''': -ου, ὁ, ὁ πλησίον κοιμώμενος, συγκοιμώμενος, [[σύζυγος]], ὁ, Ἰλ. Ζ. 430., Θ. 156, Ἡσ. Θ΄ 928. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[παρακοίτης]], ου, ὁ, [κοιτή]<br />one who sleeps [[beside]], a [[bedfellow]], [[husband]], [[spouse]], Il., Hes. | |mdlsjtxt=[[παρακοίτης]], ου, ὁ, [κοιτή]<br />one who sleeps [[beside]], a [[bedfellow]], [[husband]], [[spouse]], Il., Hes. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:22, 2 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, one who lies beside, bedfellow, husband, Il.6.430,8.156, Hes.Th.928.
German (Pape)
[Seite 484] der Daneben- oder Dabeischlafende, der Ehegatte; Il. 6, 430. 8, 156; Hes. Th. 928.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
époux.
Étymologie: παρά, κοίτη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρακοίτης -ου, ὁ [παρά, κοίτη] echtgenoot.
Russian (Dvoretsky)
παρακοίτης: ου ὁ супруг Hom., Hes.
English (Autenrieth)
bed-fellow, spouse, husband, Il. 6.430 and Il. 8.156.
Greek Monolingual
ὁ, επικ. τ. θηλ. παράκοιτις, -οίτιδος, Α
αυτός που κοιμάται μαζί με κάποιον, σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -κοίτης (< κοίτη), πρβλ. χαμαι-κοίτης].
Greek Monotonic
παρακοίτης: -ου, ὁ (κοιτή), αυτός που κοιμάται δίπλα σε άλλον, σύντροφος στο κρεβάτι, σύζυγος, σύντροφος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
παρακοίτης: -ου, ὁ, ὁ πλησίον κοιμώμενος, συγκοιμώμενος, σύζυγος, ὁ, Ἰλ. Ζ. 430., Θ. 156, Ἡσ. Θ΄ 928.
Middle Liddell
παρακοίτης, ου, ὁ, [κοιτή]
one who sleeps beside, a bedfellow, husband, spouse, Il., Hes.