περιμυκάομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶμαι;<br />mugir <i>ou</i> gronder autour de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[μυκάομαι]].
|btext=-ῶμαι;<br />mugir <i>ou</i> gronder autour de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[μυκάομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιμῠκάομαι''': ἀποθ., μυκῶμαι, ἠχῶ ὁλόγυρα, πολλὰ τῶν τυμπάνων [[αὖθις]] περιεμυκᾶτο τοὺς Ρωμαίους Πλουτ. Κράσσ. 26.
|elnltext=περι-μυκάομαι om... heen brullen.
}}
{{elru
|elrutext='''περιμῡκάομαι:''' [[реветь]], [[гудеть вокруг]] (πολλὰ τῶν τυμπάνων περιεμυκᾶτο τοὺς Ῥωμαίους Plut.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιμῡκάομαι:''' αποθ., [[βρυχώμαι]] [[ολόγυρα]], <i>τινα</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''περιμῡκάομαι:''' αποθ., [[βρυχώμαι]] [[ολόγυρα]], <i>τινα</i>, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιμῡκάομαι:''' [[реветь]], [[гудеть вокруг]] (πολλὰ τῶν τυμπάνων περιεμυκᾶτο τοὺς Ῥωμαίους Plut.).
|lstext='''περιμῠκάομαι''': ἀποθ., μυκῶμαι, ἠχῶ ὁλόγυρα, πολλὰ τῶν τυμπάνων [[αὖθις]] περιεμυκᾶτο τοὺς Ρωμαίους Πλουτ. Κράσσ. 26.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-μυκάομαι om... heen brullen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Dep. to [[roar]] [[round]], τινα Plut.
|mdlsjtxt=Dep. to [[roar]] [[round]], τινα Plut.
}}
}}

Revision as of 21:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιμῡκάομαι Medium diacritics: περιμυκάομαι Low diacritics: περιμυκάομαι Capitals: ΠΕΡΙΜΥΚΑΟΜΑΙ
Transliteration A: perimykáomai Transliteration B: perimykaomai Transliteration C: perimykaomai Beta Code: perimuka/omai

English (LSJ)

roar round, τινα Plu.Crass.26; cf. περιμηκάομαι.

German (Pape)

[Seite 583] (s. μυκάομαι), rings umbrüllen; τύμπ ανα περιεμυκᾶτο τοὺς Ῥωμαίους, Plut. Crass. 26; περιμυκήσωνται, Orph. lith. 207.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
mugir ou gronder autour de, acc..
Étymologie: περί, μυκάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-μυκάομαι om... heen brullen.

Russian (Dvoretsky)

περιμῡκάομαι: реветь, гудеть вокруг (πολλὰ τῶν τυμπάνων περιεμυκᾶτο τοὺς Ῥωμαίους Plut.).

Greek Monotonic

περιμῡκάομαι: αποθ., βρυχώμαι ολόγυρα, τινα, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

περιμῠκάομαι: ἀποθ., μυκῶμαι, ἠχῶ ὁλόγυρα, πολλὰ τῶν τυμπάνων αὖθις περιεμυκᾶτο τοὺς Ρωμαίους Πλουτ. Κράσσ. 26.

Middle Liddell

Dep. to roar round, τινα Plut.