πεῖσα: Difference between revisions

From LSJ

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 10: Line 10:
|Definition=ης, ἡ, (πείθω) poet. for [[πειθώ]], [[obedience]], <b class="b3">τῷ δὲ μάλ' ἐν πείσῃ κραδίη μένε</b>, i.e. it remained calm, <span class="bibl">Od.20.23</span>, cf. Plu.2.453d, Hdn.Gr. 1.266.
|Definition=ης, ἡ, (πείθω) poet. for [[πειθώ]], [[obedience]], <b class="b3">τῷ δὲ μάλ' ἐν πείσῃ κραδίη μένε</b>, i.e. it remained calm, <span class="bibl">Od.20.23</span>, cf. Plu.2.453d, Hdn.Gr. 1.266.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πεῖσα''': -ης, -ἡ, ([[πείθω]]) ποιητ. ἀντὶ πειθώ, [[ὑπακοή]], [[ἀταραξία]], τῷ δὲ μάλ’ ἐν πείσῃ [[κραδίη]] μένε, δηλ. ἔμενεν [[ἥσυχος]], Ὀδ. Υ. 23· πρβλ. Πλούτ. 2. 453D, Ἀρκάδ. 97.
|elnltext=πεῖσα -ης, ἡ, Ion. πείση [πείθω] gehoorzaamheid.
}}
{{elru
|elrutext='''πεῖσα:''' ион. [[πείση]] ἡ послушание, покорность (ἐν πείσῃ μένειν Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''πεῖσα:''' -ης, ἡ, ποιητ. αντί [[πειθώ]], [[υπακοή]], ἐν πείσῃ [[κραδίη]] μένε, δηλ. παρέμεινε ήσυχο, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πεῖσα:''' -ης, ἡ, ποιητ. αντί [[πειθώ]], [[υπακοή]], ἐν πείσῃ [[κραδίη]] μένε, δηλ. παρέμεινε ήσυχο, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πεῖσα:''' ион. [[πείση]] ἡ послушание, покорность (ἐν πείσῃ μένειν Hom.).
|lstext='''πεῖσα''': -ης, -ἡ, ([[πείθω]]) ποιητ. ἀντὶ πειθώ, [[ὑπακοή]], [[ἀταραξία]], τῷ δὲ μάλ’ ἐν πείσῃ [[κραδίη]] μένε, δηλ. ἔμενεν [[ἥσυχος]], Ὀδ. Υ. 23· πρβλ. Πλούτ. 2. 453D, Ἀρκάδ. 97.
}}
{{elnl
|elnltext=πεῖσα -ης, ἡ, Ion. πείση [πείθω] gehoorzaamheid.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />poet. for [[πειθώ]], [[obedience]], ἐν πείσηι [[κραδίη]] μένε, i. e. it remained [[calm]], Od.
|mdlsjtxt=<br />poet. for [[πειθώ]], [[obedience]], ἐν πείσηι [[κραδίη]] μένε, i. e. it remained [[calm]], Od.
}}
}}

Revision as of 21:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεῖσα Medium diacritics: πεῖσα Low diacritics: πείσα Capitals: ΠΕΙΣΑ
Transliteration A: peîsa Transliteration B: peisa Transliteration C: peisa Beta Code: pei=sa

English (LSJ)

ης, ἡ, (πείθω) poet. for πειθώ, obedience, τῷ δὲ μάλ' ἐν πείσῃ κραδίη μένε, i.e. it remained calm, Od.20.23, cf. Plu.2.453d, Hdn.Gr. 1.266.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεῖσα -ης, ἡ, Ion. πείση [πείθω] gehoorzaamheid.

Russian (Dvoretsky)

πεῖσα: ион. πείση ἡ послушание, покорность (ἐν πείσῃ μένειν Hom.).

English (Autenrieth)

(πείθω): obedience, ‘subjection,’ Od. 20.23†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ. του πειθώ)
1. υπακοή, ευπείθεια, πειθώ
2. καθησύχαση, καταπράυνση, αταραξία («τῷ δὲ μάλ' ἐν πείσηῃ κραδίη μένε τετληυῑα νωμελέως», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + επίθημα -ja].

Greek Monotonic

πεῖσα: -ης, ἡ, ποιητ. αντί πειθώ, υπακοή, ἐν πείσῃ κραδίη μένε, δηλ. παρέμεινε ήσυχο, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πεῖσα: -ης, -ἡ, (πείθω) ποιητ. ἀντὶ πειθώ, ὑπακοή, ἀταραξία, τῷ δὲ μάλ’ ἐν πείσῃ κραδίη μένε, δηλ. ἔμενεν ἥσυχος, Ὀδ. Υ. 23· πρβλ. Πλούτ. 2. 453D, Ἀρκάδ. 97.

Middle Liddell


poet. for πειθώ, obedience, ἐν πείσηι κραδίη μένε, i. e. it remained calm, Od.