προβατοκάπηλος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br />marchand de moutons.<br />'''Étymologie:''' [[πρόβατον]], [[κάπηλος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />marchand de moutons.<br />'''Étymologie:''' [[πρόβατον]], [[κάπηλος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προβᾰτοκάπηλος''': -ον, [[κάπηλος]] προβάτων, [[προβατέμπορος]], Πλουτ. Περικλ. 24, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[προβατοπώλης]].
|elnltext=προβατοκάπηλος -ου, ὁ [πρόβατον, κάπηλος] schapenhandelaar.
}}
{{elru
|elrutext='''προβᾰτοκάπηλος:''' [[мелкий торговец скотом]] Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προβᾰτοκάπηλος:''' -ον, [[κάπηλος]] προβάτων, προβατέμπορας, σε Πλούτ.
|lsmtext='''προβᾰτοκάπηλος:''' -ον, [[κάπηλος]] προβάτων, προβατέμπορας, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προβᾰτοκάπηλος:''' [[мелкий торговец скотом]] Plut.
|lstext='''προβᾰτοκάπηλος''': -ον, [[κάπηλος]] προβάτων, [[προβατέμπορος]], Πλουτ. Περικλ. 24, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[προβατοπώλης]].
}}
{{elnl
|elnltext=προβατοκάπηλος -ου, [πρόβατον, κάπηλος] schapenhandelaar.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προβᾰτο-[[κάπηλος]], ον,<br />a [[retailer]] of [[sheep]], Plut.
|mdlsjtxt=προβᾰτο-[[κάπηλος]], ον,<br />a [[retailer]] of [[sheep]], Plut.
}}
}}

Revision as of 21:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτοκάπηλος Medium diacritics: προβατοκάπηλος Low diacritics: προβατοκάπηλος Capitals: ΠΡΟΒΑΤΟΚΑΠΗΛΟΣ
Transliteration A: probatokápēlos Transliteration B: probatokapēlos Transliteration C: provatokapilos Beta Code: probatoka/phlos

English (LSJ)

[κᾰ], ὁ, sheep-dealer, retailer of sheep, Plu.Per.24, Com.Adesp.62.

German (Pape)

[Seite 711] mit Vieh, bes. mit Schafen handelnd; Schol. Ar. Equ. 762; Plut. Pericl. 24; Poll. 7, 184.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de moutons.
Étymologie: πρόβατον, κάπηλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προβατοκάπηλος -ου, ὁ [πρόβατον, κάπηλος] schapenhandelaar.

Russian (Dvoretsky)

προβᾰτοκάπηλος:мелкий торговец скотом Plut.

Greek Monolingual

ὁ, Α
έμπορος προβάτων, προβατέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κάπηλος «μικροπωλητής» (πρβλ. ορνιθο-κάπηλος)].

Greek Monotonic

προβᾰτοκάπηλος: -ον, κάπηλος προβάτων, προβατέμπορας, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτοκάπηλος: -ον, κάπηλος προβάτων, προβατέμπορος, Πλουτ. Περικλ. 24, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. προβατοπώλης.

Middle Liddell

προβᾰτο-κάπηλος, ον,
a retailer of sheep, Plut.