συγκλητικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />de l'assemblée ; ὁ [[συγκλητικός]] membre du sénat, sénateur.<br />'''Étymologie:''' [[σύγκλητος]].
|btext=ή, όν :<br />de l'assemblée ; ὁ [[συγκλητικός]] membre du sénat, sénateur.<br />'''Étymologie:''' [[σύγκλητος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγκλητικός''': -ή, -όν, ([[σύγκλητος]]) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν σύγκλητον, ὁ ὢν [[μέλος]] τῆς συγκλήτου, [[γερουσιαστής]], Λατ. senatorius, Διόδ. 20. 36, Πλουτάρχ. Γάλβ. 9, Λουκ. Ἀλέξ. 25, καὶ συχν. ἐν Ἐπιγραφαῖς, [[οἷον]] Συλλ. Ἐπιγραφ. 423, 2782, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον τῶν συγκλητικῶν, Νικήτ. Χων. σελ. 351, 3, ἔκδ. Β.
|elnltext=συγκλητικός -ή -όν [σύγκλητος] die tot de senatorenstand behoort; subst. ὁ συγκλητικός senator.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκλητικός:''' <b class="num">II</b> ὁ член сената, сенатор Plut., Luc.<br />сенатский: συγκλητικὸν [[δόγμα]] Diod. (лат. [[senatus]] [[consultum]]) сенатское постановление.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συγκλητικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει το [[αξίωμα]] του Συγκλητικού, Λατ. [[senatorius]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''συγκλητικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει το [[αξίωμα]] του Συγκλητικού, Λατ. [[senatorius]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκλητικός:''' <b class="num">II</b> ὁ член сената, сенатор Plut., Luc.<br />сенатский: συγκλητικὸν [[δόγμα]] Diod. (лат. [[senatus]] [[consultum]]) сенатское постановление.
|lstext='''συγκλητικός''': -ή, -όν, ([[σύγκλητος]]) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν σύγκλητον, ὁ ὢν [[μέλος]] τῆς συγκλήτου, [[γερουσιαστής]], Λατ. senatorius, Διόδ. 20. 36, Πλουτάρχ. Γάλβ. 9, Λουκ. Ἀλέξ. 25, καὶ συχν. ἐν Ἐπιγραφαῖς, [[οἷον]] Συλλ. Ἐπιγραφ. 423, 2782, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον τῶν συγκλητικῶν, Νικήτ. Χων. σελ. 351, 3, ἔκδ. Β.
}}
{{elnl
|elnltext=συγκλητικός -ή -όν [σύγκλητος] die tot de senatorenstand behoort; subst. ὁ συγκλητικός senator.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συγκλητικός]], ή, όν<br />of [[senatorial]] [[rank]], Lat. [[senatorius]], Plut. [from [[σύγκλητος]]
|mdlsjtxt=[[συγκλητικός]], ή, όν<br />of [[senatorial]] [[rank]], Lat. [[senatorius]], Plut. [from [[σύγκλητος]]
}}
}}

Revision as of 22:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκλητικός Medium diacritics: συγκλητικός Low diacritics: συγκλητικός Capitals: ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synklētikós Transliteration B: synklētikos Transliteration C: sygklitikos Beta Code: sugklhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of senatorial rank, Lat. senatorius, D.S.20.36, Plu.Galb.9, Luc.Alex.25, freq. in Inscrr., IG3.677, etc.; of a woman, IGRom.3.95 (Pontus); σ. οἰκίαι ib.4.1404.16 (Smyrna, iii A.D.). II σ. μέλος summoning, Ael.VH8.7.

German (Pape)

[Seite 968] ή, όν, zusammenrufend; – ὁ συγκλητικός, ein Rathsherr, Luc. Alex. 25; Plut. Aem. P. 38.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de l'assemblée ; ὁ συγκλητικός membre du sénat, sénateur.
Étymologie: σύγκλητος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκλητικός -ή -όν [σύγκλητος] die tot de senatorenstand behoort; subst. ὁ συγκλητικός senator.

Russian (Dvoretsky)

συγκλητικός: II ὁ член сената, сенатор Plut., Luc.
сенатский: συγκλητικὸν δόγμα Diod. (лат. senatus consultum) сенатское постановление.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συγκλητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σύγκλητος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρωμαϊκή σύγκλητο (α. «συγκλητική τάξη» β. «συγκλητικοί πατέρες» — τα μέλη της ρωμαϊκής συγκλήτου)
2. το αρσ. ως ουσ. ο συγκλητικός
μέλος της ρωμαϊκής συγκλήτου
3. φρ. α) «συγκλητικὸ(ν) δόγμα»
ρωμ. δίκ. απόφανση της συγκλήτου επί ερωτήματος του άρχοντος
β) «συγκλητική επαρχία» — υποδιαίρεση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με επικεφαλής έναν διατελέσαντα πραίτωρα
νεοελλ.
1. ο σχετικός με τη σύγκλητο ανώτατης σχολής
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. μέλος της συγκλήτου του πανεπιστημίου
αρχ.
φρ. «συγκλητικὸν μέλος» — προσκλητήριο μέλος της συγκλήτου.
επίρρ...
συγκλητικῶς Μ
κατά τον τρόπο τών συγκλητικών.

Greek Monotonic

συγκλητικός: -ή, -όν, αυτός που έχει το αξίωμα του Συγκλητικού, Λατ. senatorius, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκλητικός: -ή, -όν, (σύγκλητος) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν σύγκλητον, ὁ ὢν μέλος τῆς συγκλήτου, γερουσιαστής, Λατ. senatorius, Διόδ. 20. 36, Πλουτάρχ. Γάλβ. 9, Λουκ. Ἀλέξ. 25, καὶ συχν. ἐν Ἐπιγραφαῖς, οἷον Συλλ. Ἐπιγραφ. 423, 2782, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον τῶν συγκλητικῶν, Νικήτ. Χων. σελ. 351, 3, ἔκδ. Β.

Middle Liddell

συγκλητικός, ή, όν
of senatorial rank, Lat. senatorius, Plut. [from σύγκλητος