συγκατέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> descendre ensemble;<br /><b>2</b> revenir ensemble (de l'exil).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατέρχομαι]].
|btext=<b>1</b> descendre ensemble;<br /><b>2</b> revenir ensemble (de l'exil).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατέρχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγκατέρχομαι''': ἀποθ., μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνερ.· ― [[κατέρχομαι]] ἐν συνοδείᾳ ἢ [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3. 10, ΙΙ. [[ἐπανέρχομαι]] [[ὁμοῦ]], [[ὑποστρέφω]] ἐκ τῆς ἐξορίας [[ὁμοῦ]], Λυσί. 187. 33, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 15. 15, κτλ.· τινι, μετά τινος, Λυσί. 188. 6· μετά τινος Πλουτ. Δίων 29.
|elnltext=συγ-κατέρχομαι samen terugkeren (uit ballingschap); met dat., met μετά + gen. met iem.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκατέρχομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе нисходить]], [[спускаться вниз]]: αἱ κινήσεις συγκατέρχονται Arst. движения направляются вниз;<br /><b class="num">2)</b> [[вместе возвращаться]]: σ. τινι Lys. и [[μετά]] τινος Plut. вместе возвращаться (на родину); συγκατελθεῖν κατεργασάμενός τι τῶν συμφερόντων Lys. вернуться вместе с другими, сделав нечто полезное.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συγκατέρχομαι:''' αποθ., με Ενεργ. αόρ. και παρακ., [[γυρίζω]] [[πίσω]] από κοινού, [[επιστρέφω]] από [[εξορία]] μαζί με, σε Λυσ. κ.λπ.
|lsmtext='''συγκατέρχομαι:''' αποθ., με Ενεργ. αόρ. και παρακ., [[γυρίζω]] [[πίσω]] από κοινού, [[επιστρέφω]] από [[εξορία]] μαζί με, σε Λυσ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκατέρχομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе нисходить]], [[спускаться вниз]]: αἱ κινήσεις συγκατέρχονται Arst. движения направляются вниз;<br /><b class="num">2)</b> [[вместе возвращаться]]: σ. τινι Lys. и [[μετά]] τινος Plut. вместе возвращаться (на родину); συγκατελθεῖν κατεργασάμενός τι τῶν συμφερόντων Lys. вернуться вместе с другими, сделав нечто полезное.
|lstext='''συγκατέρχομαι''': ἀποθ., μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνερ.· ― [[κατέρχομαι]] ἐν συνοδείᾳ ἢ [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3. 10, ΙΙ. [[ἐπανέρχομαι]] [[ὁμοῦ]], [[ὑποστρέφω]] ἐκ τῆς ἐξορίας [[ὁμοῦ]], Λυσί. 187. 33, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 15. 15, κτλ.· τινι, μετά τινος, Λυσί. 188. 6· μετά τινος Πλουτ. Δίων 29.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κατέρχομαι samen terugkeren (uit ballingschap); met dat., met μετά + gen. met iem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. with aor. and perf. act., to [[come]] [[back]] [[together]], [[return]] from [[exile]] [[together]], Lys., etc.
|mdlsjtxt=<br />Dep. with aor. and perf. act., to [[come]] [[back]] [[together]], [[return]] from [[exile]] [[together]], Lys., etc.
}}
}}

Revision as of 22:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατέρχομαι Medium diacritics: συγκατέρχομαι Low diacritics: συγκατέρχομαι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: synkatérchomai Transliteration B: synkaterchomai Transliteration C: sygkaterchomai Beta Code: sugkate/rxomai

English (LSJ)

A sink downwards together, Arist.Insomn.461b12; τὸ -ερχόμενον αὐτῷ χολῶδες περίττωμα Gal.15.686. II come back, return from exile together, Lys.31.9, Arist.Pol.1300a18, etc.; τινι with one, Lys.31.13; μετά τινος Plu.Dio 29.

German (Pape)

[Seite 966] (s. ἔρχομαι), mit od. zugleich zurückkommen; Lys. 31, 9; Plut. Camill. 30.

French (Bailly abrégé)

1 descendre ensemble;
2 revenir ensemble (de l'exil).
Étymologie: σύν, κατέρχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατέρχομαι samen terugkeren (uit ballingschap); met dat., met μετά + gen. met iem.

Russian (Dvoretsky)

συγκατέρχομαι:
1) вместе нисходить, спускаться вниз: αἱ κινήσεις συγκατέρχονται Arst. движения направляются вниз;
2) вместе возвращаться: σ. τινι Lys. и μετά τινος Plut. вместе возвращаться (на родину); συγκατελθεῖν κατεργασάμενός τι τῶν συμφερόντων Lys. вернуться вместе с другими, сделав нечто полезное.

Greek Monolingual

ΜΑ
κατέρχομαι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («τὸ συγκατερχόμενον αὐτῷ χολῶδες περίττωμα», Γαλ.)
αρχ.
επιστρέφω από την εξορία μαζί με κάποιον.

Greek Monotonic

συγκατέρχομαι: αποθ., με Ενεργ. αόρ. και παρακ., γυρίζω πίσω από κοινού, επιστρέφω από εξορία μαζί με, σε Λυσ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατέρχομαι: ἀποθ., μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνερ.· ― κατέρχομαι ἐν συνοδείᾳ ἢ ὁμοῦ, Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3. 10, ΙΙ. ἐπανέρχομαι ὁμοῦ, ὑποστρέφω ἐκ τῆς ἐξορίας ὁμοῦ, Λυσί. 187. 33, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 15. 15, κτλ.· τινι, μετά τινος, Λυσί. 188. 6· μετά τινος Πλουτ. Δίων 29.

Middle Liddell


Dep. with aor. and perf. act., to come back together, return from exile together, Lys., etc.