συγκουφίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=contribuer à alléger, à soulager.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κουφίζω]].
|btext=contribuer à alléger, à soulager.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κουφίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγκουφίζω''': [[ὁμοῦ]] σηκώνω ἢ [[ἐλαφρύνω]], τὸ βάρος Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 15· βοηθῶ τινα [[ὥστε]] νὰ μένῃ [[ὑπεράνω]] τοῦ ὕδατος, συμπαρανήχεσθαι καὶ συγκουφίζειν Λουκ. Τόξ. 20, πρβλ. Θεῶν Διαλόγ. 20. 6.
|elnltext=συγ-κουφίζω helpen licht te maken of te verlichten; uitbr. helpen drijvende te houden (van zwemmers in zee).
}}
{{elru
|elrutext='''συγκουφίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[делать легче]], [[облегчать]] ([[βάρος]] τι Sext.);<br /><b class="num">2)</b> [[поддерживать]] (для облегчения), приподнимать (τινά Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συγκουφίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[σηκώνω]] από κοινού ώστε να ελαφρύνει το [[βάρος]], [[βοηθώ]] στο να κρατηθεί [[κάποιος]] πάνω από την [[επιφάνεια]] του νερού, σε Λουκ.
|lsmtext='''συγκουφίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[σηκώνω]] από κοινού ώστε να ελαφρύνει το [[βάρος]], [[βοηθώ]] στο να κρατηθεί [[κάποιος]] πάνω από την [[επιφάνεια]] του νερού, σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκουφίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[делать легче]], [[облегчать]] ([[βάρος]] τι Sext.);<br /><b class="num">2)</b> [[поддерживать]] (для облегчения), приподнимать (τινά Luc.).
|lstext='''συγκουφίζω''': [[ὁμοῦ]] σηκώνω ἢ [[ἐλαφρύνω]], τὸ βάρος Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 15· βοηθῶ τινα [[ὥστε]] νὰ μένῃ [[ὑπεράνω]] τοῦ ὕδατος, συμπαρανήχεσθαι καὶ συγκουφίζειν Λουκ. Τόξ. 20, πρβλ. Θεῶν Διαλόγ. 20. 6.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κουφίζω helpen licht te maken of te verlichten; uitbr. helpen drijvende te houden (van zwemmers in zee).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] ιῶ<br />to [[help]] to [[lighten]], [[help]] to [[keep]] [[above]] [[water]], Luc.
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] ιῶ<br />to [[help]] to [[lighten]], [[help]] to [[keep]] [[above]] [[water]], Luc.
}}
}}

Revision as of 22:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκουφίζω Medium diacritics: συγκουφίζω Low diacritics: συγκουφίζω Capitals: ΣΥΓΚΟΥΦΙΖΩ
Transliteration A: synkouphízō Transliteration B: synkouphizō Transliteration C: sygkoufizo Beta Code: sugkoufi/zw

English (LSJ)

help to lift or lighten, τὸ βάρος S.E.P.3.15; help to keep above water, τινα Luc.Tox.20, cf. DDeor.20.6.

German (Pape)

[Seite 969] mit erleichtern; Luc. D. D. 20, 6 Tox. 20, S. Em. pyrrh. 3, 15.

French (Bailly abrégé)

contribuer à alléger, à soulager.
Étymologie: σύν, κουφίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κουφίζω helpen licht te maken of te verlichten; uitbr. helpen drijvende te houden (van zwemmers in zee).

Russian (Dvoretsky)

συγκουφίζω:
1) делать легче, облегчать (βάρος τι Sext.);
2) поддерживать (для облегчения), приподнимать (τινά Luc.).

Greek Monolingual

ΜΑ
1. σηκώνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους
2. συνεργώ ώστε να γίνει κάτι πιο ελαφρύ
αρχ.
βοηθώ κάποιον να μείνει στην επιφάνεια του νερού, να επιπλεύσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κουφίζω (II) «σηκώνω, εγείρω» (< κοῦφος «άδειος, ελαφρύς»)].

Greek Monotonic

συγκουφίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, σηκώνω από κοινού ώστε να ελαφρύνει το βάρος, βοηθώ στο να κρατηθεί κάποιος πάνω από την επιφάνεια του νερού, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκουφίζω: ὁμοῦ σηκώνω ἢ ἐλαφρύνω, τὸ βάρος Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 15· βοηθῶ τινα ὥστε νὰ μένῃ ὑπεράνω τοῦ ὕδατος, συμπαρανήχεσθαι καὶ συγκουφίζειν Λουκ. Τόξ. 20, πρβλ. Θεῶν Διαλόγ. 20. 6.

Middle Liddell

fut. attic ιῶ
to help to lighten, help to keep above water, Luc.