συμπαρακολουθέω: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />suivre pas à pas, suivre sur une ligne parallèle, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρακολουθέω]].
|btext=-ῶ :<br />suivre pas à pas, suivre sur une ligne parallèle, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρακολουθέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμπαρᾰκολουθέω''': παρακολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον ἢ παραλλήλως, [[συμβαδίζω]] μετά τινος, τινι Πλάτ. Πολιτικ. 308D, κτλ.· ἡ [[τύχη]] σ. τῷ ἀνθρώπῳ Αἰσχίν. 87. 12· ἡ [[μνήμη]] σ. τῷ χρόνῳ Ἰσοκρ. 109C· σ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Πολιτικ. 271C· ἀπολ., συμπ. [[φόβος]] Ξεν. Ἱέρ. 6. 6.
|elnltext=συμ-παρακολουθέω op de voet volgen, met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπαρᾰκολουθέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сопровождать]], [[следовать]] (τινι Plat., Aeschin.): [[φόβος]] πάντων τῶν ἡδέων συμπαρακολουθῶν Xen. опасения, сопровождающие все наслаждения; ἡ [[μνήμη]] τῷ χρόνῳ συμπαρακολουθοῦσα Isocr. память в веках;<br /><b class="num">2)</b> [[следить]]: τῷ λόγῳ ξ. Plat. следить за беседой.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπαρᾰκολουθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ακολουθώ]] κάποιον σε παράλληλη [[πορεία]], [[συμβαδίζω]] με κάποιον, [[συνοδεύω]] κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ισοκρ. κ.λπ.· απόλ., σε Ξεν.
|lsmtext='''συμπαρᾰκολουθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ακολουθώ]] κάποιον σε παράλληλη [[πορεία]], [[συμβαδίζω]] με κάποιον, [[συνοδεύω]] κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ισοκρ. κ.λπ.· απόλ., σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμπαρᾰκολουθέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сопровождать]], [[следовать]] (τινι Plat., Aeschin.): [[φόβος]] πάντων τῶν ἡδέων συμπαρακολουθῶν Xen. опасения, сопровождающие все наслаждения; ἡ [[μνήμη]] τῷ χρόνῳ συμπαρακολουθοῦσα Isocr. память в веках;<br /><b class="num">2)</b> [[следить]]: τῷ λόγῳ ξ. Plat. следить за беседой.
|lstext='''συμπαρᾰκολουθέω''': παρακολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον ἢ παραλλήλως, [[συμβαδίζω]] μετά τινος, τινι Πλάτ. Πολιτικ. 308D, κτλ.· ἡ [[τύχη]] σ. τῷ ἀνθρώπῳ Αἰσχίν. 87. 12· ἡ [[μνήμη]] σ. τῷ χρόνῳ Ἰσοκρ. 109C· σ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Πολιτικ. 271C· ἀπολ., συμπ. [[φόβος]] Ξεν. Ἱέρ. 6. 6.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-παρακολουθέω op de voet volgen, met dat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[follow]] in a [[parallel]] [[line]] with, [[keep]] up with, τινί Isocr., etc.: absol., Xen.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[follow]] in a [[parallel]] [[line]] with, [[keep]] up with, τινί Isocr., etc.: absol., Xen.
}}
}}

Revision as of 22:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρᾰκολουθέω Medium diacritics: συμπαρακολουθέω Low diacritics: συμπαρακολουθέω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΩ
Transliteration A: symparakolouthéō Transliteration B: symparakoloutheō Transliteration C: symparakoloutheo Beta Code: sumparakolouqe/w

English (LSJ)

follow along or in a parallel line with, keep up with, τινι Pl.Plt.308d, etc.; ἡτύχη σ. τῷ ἀνθρώπῳ Aeschin.3.157; ἡ μνήμη σ. τῷ χρόνῳ Isoc.5.134; σ. τῷ λόγῳ Pl.Plt.271c: abs., φόβος -ῶν X.Hier.6.6, cf. Aeschin.3.233.

German (Pape)

[Seite 984] mit folgen od. begleiten; καλῶς τῷ λόγῳ συμπαρηκολούθηκας, Plat. Polit. 271 c, d. i. der Rede folgen, sie verstehen; φόβος, Xen. Hier. 6, 6; Aesch. 3, 233; Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
suivre pas à pas, suivre sur une ligne parallèle, τινι.
Étymologie: σύν, παρακολουθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παρακολουθέω op de voet volgen, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρᾰκολουθέω:
1) сопровождать, следовать (τινι Plat., Aeschin.): φόβος πάντων τῶν ἡδέων συμπαρακολουθῶν Xen. опасения, сопровождающие все наслаждения; ἡ μνήμη ἡ τῷ χρόνῳ συμπαρακολουθοῦσα Isocr. память в веках;
2) следить: τῷ λόγῳ ξ. Plat. следить за беседой.

Greek Monotonic

συμπαρᾰκολουθέω: μέλ. -ήσω, ακολουθώ κάποιον σε παράλληλη πορεία, συμβαδίζω με κάποιον, συνοδεύω κάποιον, τινί, σε Ισοκρ. κ.λπ.· απόλ., σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρᾰκολουθέω: παρακολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον ἢ παραλλήλως, συμβαδίζω μετά τινος, τινι Πλάτ. Πολιτικ. 308D, κτλ.· ἡ τύχη σ. τῷ ἀνθρώπῳ Αἰσχίν. 87. 12· ἡ μνήμη σ. τῷ χρόνῳ Ἰσοκρ. 109C· σ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Πολιτικ. 271C· ἀπολ., συμπ. φόβος Ξεν. Ἱέρ. 6. 6.

Middle Liddell

fut. ήσω
to follow in a parallel line with, keep up with, τινί Isocr., etc.: absol., Xen.