συνδικαστής: Difference between revisions

From LSJ

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui est juge avec un autre, membre d'un jury.<br />'''Étymologie:''' [[συνδικάζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui est juge avec un autre, membre d'un jury.<br />'''Étymologie:''' [[συνδικάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνδῐκαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ συνδικάζων, καὶ αὐτὸς δικαστὴς ἢ [[ἔνορκος]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 197, 215, κ. ἀλλ.
|elnltext=συνδικαστής -οῦ, ὁ, Att. ook ξυνδικαστής [συνδικάζω] medelid van een jury, jurylid (in de rechtbank).
}}
{{elru
|elrutext='''συνδῐκαστής:''' οῦ ὁ синдикаст, член судейской коллегии Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συνδῐκαστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που δικάζει από κοινού, που είναι επίσης [[δικαστής]] ή [[ένορκος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''συνδῐκαστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που δικάζει από κοινού, που είναι επίσης [[δικαστής]] ή [[ένορκος]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνδῐκαστής:''' οῦ ὁ синдикаст, член судейской коллегии Arph.
|lstext='''συνδῐκαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ συνδικάζων, ὁ καὶ αὐτὸς δικαστὴς ἢ [[ἔνορκος]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 197, 215, κ. ἀλλ.
}}
{{elnl
|elnltext=συνδικαστής -οῦ, ὁ, Att. ook ξυνδικαστής [συνδικάζω] medelid van een jury, jurylid (in de rechtbank).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδῐκαστής Medium diacritics: συνδικαστής Low diacritics: συνδικαστής Capitals: ΣΥΝΔΙΚΑΣΤΗΣ
Transliteration A: syndikastḗs Transliteration B: syndikastēs Transliteration C: syndikastis Beta Code: sundikasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, fellowjuryman, Ar.V.197,215, al., IG9(1).689.11 (Corcyra, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1008] ὁ, Mitrichter, Ar. Vesp. 197. 215.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui est juge avec un autre, membre d'un jury.
Étymologie: συνδικάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδικαστής -οῦ, ὁ, Att. ook ξυνδικαστής [συνδικάζω] medelid van een jury, jurylid (in de rechtbank).

Russian (Dvoretsky)

συνδῐκαστής: οῦ ὁ синдикаст, член судейской коллегии Arph.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και αττ. τ. ξυνδικαστής Α συνδικάζω
δικαστής που δικάζει από κοινού με άλλον ή άλλους
αρχ.
ένορκος ταυτόχρονα με άλλον.

Greek Monotonic

συνδῐκαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που δικάζει από κοινού, που είναι επίσης δικαστής ή ένορκος, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

συνδῐκαστής: -οῦ, ὁ, ὁ συνδικάζων, ὁ καὶ αὐτὸς δικαστὴς ἢ ἔνορκος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 197, 215, κ. ἀλλ.

Middle Liddell

συν-δῐκαστής, οῦ, ὁ,
a fellow-dicast or juryman, Ar.

English (Woodhouse)

fellow-juryman

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)