συνωνυμία: Difference between revisions
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />similitude de sens, synonymie.<br />'''Étymologie:''' [[συνώνυμος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />similitude de sens, synonymie.<br />'''Étymologie:''' [[συνώνυμος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συνωνῠμία -ας, ἡ [συνώνυμος] synonymie. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνωνῠμία:''' ἡ [[синонимия]], [[одноименность]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''συνωνῠμία:''' ἡ, το να έχει [[κάποιος]] το ίδιο όνομα με κάποιον [[άλλο]] ή το να έχει μια [[λέξη]] την [[ίδια]] [[σημασία]] με κάποια [[άλλη]], [[συνωνυμία]], [[ταυτοσημία]], σε Αριστ. | |lsmtext='''συνωνῠμία:''' ἡ, το να έχει [[κάποιος]] το ίδιο όνομα με κάποιον [[άλλο]] ή το να έχει μια [[λέξη]] την [[ίδια]] [[σημασία]] με κάποια [[άλλη]], [[συνωνυμία]], [[ταυτοσημία]], σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνωνῠμία''': ἡ, [[ὁμοιότης]] ὀνόματος ἢ τῆς σημασίας λέξεώς τινος πρὸς [[ἄλλην]], Ἀριστ. Ρητορ. 3. 2, 7, κτλ., πρβλ. [[ὁμωνυμία]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=συνωνῠμία, ἡ,<br />a synonym, Arist. [from συνώνῠμος] | |mdlsjtxt=συνωνῠμία, ἡ,<br />a synonym, Arist. [from συνώνῠμος] | ||
}} | }} |
Revision as of 22:30, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, synonym, Arist.Rh.1404b39, Quint.8.3.16; ἡ -ία τοῦ δῶμα, i.e. οἶκος, A.D.Pron.84.19; cf. Demetr.Lac.Herc.1012.22.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
similitude de sens, synonymie.
Étymologie: συνώνυμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνωνῠμία -ας, ἡ [συνώνυμος] synonymie.
Russian (Dvoretsky)
συνωνῠμία: ἡ синонимия, одноименность Arst.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ συνώνυμος
1. η ιδιότητα του συνώνυμου, ταυτότητα ή ομοιότητα του ονόματος
2. (ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο παρατίθενται αλλεπάλληλα πολλές λέξεις οι οποίες διαφέρουν ως προς μερικούς δυσδιάκριτους χαρακτήρες, έχουν όμως την ίδια σχεδόν σημασία, όπως λ.χ. στον στίχο του Ευριπίδου: λάβετε φέρετε πέμπετ' ἀείρετέ μου... χειρός
νεοελλ.
1. γλωσσ. η σύμπτωση τών σημασιών δύο ή περισσότερων λέξεων
2. φρ. «απλή συνωνυμία» — λέγεται στην περίπτωση που δύο άνθρωποι έχουν το ίδιο επώνυμο χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους συγγενική σχέση
αρχ.
ομοιότητα της σημασίας μιας λέξης με μία άλλη («ἡ συνωνυμία τοῦ δῶμα [ενν. ὁ οἶκος», Απολλ. Δύσκ.).
Greek Monotonic
συνωνῠμία: ἡ, το να έχει κάποιος το ίδιο όνομα με κάποιον άλλο ή το να έχει μια λέξη την ίδια σημασία με κάποια άλλη, συνωνυμία, ταυτοσημία, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
συνωνῠμία: ἡ, ὁμοιότης ὀνόματος ἢ τῆς σημασίας λέξεώς τινος πρὸς ἄλλην, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 2, 7, κτλ., πρβλ. ὁμωνυμία.
Middle Liddell
συνωνῠμία, ἡ,
a synonym, Arist. [from συνώνῠμος]