τριγονία: Difference between revisions

From LSJ

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ας (ἡ) :<br />troisième génération, durée de trois générations.<br />'''Étymologie:''' [[τρίγονος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />troisième génération, durée de trois générations.<br />'''Étymologie:''' [[τρίγονος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρῐγονία''': ἡ, ἡ τρίτη [[γενεά]], πονηρὸς ἐκ τριγονίας Δημ. 1327. 3˙ οἱ Ἀθηναῖοί εἰσιν [[ἑκατέρωθεν]] ἐκ τριγ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 374˙ ἐκ τρ. βασιλεὺς Ἡρῳδιαν. 1. 7˙ εἰς τρ. παραμένειν, προελθεῖν Στράβ. 516, 540˙ πρβλ. [[τριγένεια]], [[τρίδουλος]].
|elnltext=τριγονία -ας, ἡ [τρίγονος] derde generatie.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐγονία:''' ἡ третье поколение: ἐκ τριγονίας Dem., Arst. в третьем поколении; εἰς τριγονίαν τῷ βίῳ [[κατελθεῖν]] Plut. прожить три поколения.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''τρῐγονία:''' ἡ, η [[τρίτη]] [[γενιά]], σε Δημ.
|lsmtext='''τρῐγονία:''' ἡ, η [[τρίτη]] [[γενιά]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρῐγονία:''' ἡ третье поколение: ἐκ τριγονίας Dem., Arst. в третьем поколении; εἰς τριγονίαν τῷ βίῳ [[κατελθεῖν]] Plut. прожить три поколения.
|lstext='''τρῐγονία''': , ἡ τρίτη [[γενεά]], πονηρὸς ἐκ τριγονίας Δημ. 1327. 3˙ οἱ Ἀθηναῖοί εἰσιν [[ἑκατέρωθεν]] ἐκ τριγ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 374˙ ἐκ τρ. βασιλεὺς Ἡρῳδιαν. 1. 7˙ εἰς τρ. παραμένειν, προελθεῖν Στράβ. 516, 540˙ πρβλ. [[τριγένεια]], [[τρίδουλος]].
}}
{{elnl
|elnltext=τριγονία -ας, [τρίγονος] derde generatie.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῐγονία, ἡ,<br />the [[third]] [[generation]], Dem. [from [[τρίγονος]]
|mdlsjtxt=τρῐγονία, ἡ,<br />the [[third]] [[generation]], Dem. [from [[τρίγονος]]
}}
}}

Revision as of 22:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐγονία Medium diacritics: τριγονία Low diacritics: τριγονία Capitals: ΤΡΙΓΟΝΙΑ
Transliteration A: trigonía Transliteration B: trigonia Transliteration C: trigonia Beta Code: trigoni/a

English (LSJ)

ἡ, the third generation, πονηρὸς ἐκ τριγονίας D.58.17; ὁ ἐκ τ. ὢν μυροπώλης Hyp.Ath. 19; εἰ Ἀθηναῖοί εἰσιν ἑκατέρωθεν ἐκ τ. Poll.8.85 citing Arist. (who does not use the word in Ath.55.3); οἱ ἐκ τ. (v.l. τριγενείας) στιγματίαι Ph.2.446; ἐκ τ. βασιλεύς Hdn.1.7.4; εἰς τ. παραμένειν, προελθεῖν, Str.11.10.1, 12.2.11, cf. Jul.Or.4.131c; cf. τριγένεια.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
troisième génération, durée de trois générations.
Étymologie: τρίγονος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριγονία -ας, ἡ [τρίγονος] derde generatie.

Russian (Dvoretsky)

τρῐγονία: ἡ третье поколение: ἐκ τριγονίας Dem., Arst. в третьем поколении; εἰς τριγονίαν τῷ βίῳ κατελθεῖν Plut. прожить три поколения.

Greek Monolingual

ἡ, Α τρίγονος
η τρίτη γενεά.

Greek Monotonic

τρῐγονία: ἡ, η τρίτη γενιά, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγονία: ἡ, ἡ τρίτη γενεά, πονηρὸς ἐκ τριγονίας Δημ. 1327. 3˙ οἱ Ἀθηναῖοί εἰσιν ἑκατέρωθεν ἐκ τριγ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 374˙ ἐκ τρ. βασιλεὺς Ἡρῳδιαν. 1. 7˙ εἰς τρ. παραμένειν, προελθεῖν Στράβ. 516, 540˙ πρβλ. τριγένεια, τρίδουλος.

Middle Liddell

τρῐγονία, ἡ,
the third generation, Dem. [from τρίγονος