διασχίζω: Difference between revisions
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.</i> διέσχισα;<br /><b>1</b> fendre ; <i>Pass.</i> être fendu, être déchiré;<br /><b>2</b> séparer, écarter ; <i>Pass.</i> être séparé (par une route), <i>en parl. de troupes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σχίζω]]. | |btext=<i>ao.</i> διέσχισα;<br /><b>1</b> fendre ; <i>Pass.</i> être fendu, être déchiré;<br /><b>2</b> séparer, écarter ; <i>Pass.</i> être séparé (par une route), <i>en parl. de troupes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σχίζω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δια-σχίζω, met acc. uiteenscheuren, splijten, splitsen:; ἱστία δέ σφιν... διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο de kracht van de wind scheurde hun zeilen uiteen Od. 9.71; pass.: νεῦρα διεσχίσθη de spieren werden uiteengescheurd Il. 16.316; διασχισθέντες τρίβῳ τινὶ ἐπλανῶντο ze raakten uit elkaar door een bepaald pad te kiezen en verdwaalden Xen. Cyr. 4.5.13; ἐάν τις ἓν διασχίσῃ als men één splitst Plat. Phaed. 97a. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διασχίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[раскалывать]], [[расщеплять]] ([[ξύλον]] Arst.; [[κάλαμος]] διασχισθείς Theocr.; τοξεύμασι τὸ [[ὀστέον]] διεσχίσθην Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[разрывать]] (τὸ [[ἱμάτιον]] Plat.; τριχθὰ διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[разделять]], [[разобщать]]: διασχισθέντες τρίβῳ Xen. разделенные тропинкой, т. е. идущие разными дорогами, оторвавшиеся друг от друга. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διασχίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σχίζω]] στα [[δύο]], [[διαχωρίζω]], [[διχοτομώ]], σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., κόβομαι στα [[δύο]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για στρατιώτες, χωρίζομαι, αποχωρίζομαι, σε Ξεν. | |lsmtext='''διασχίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σχίζω]] στα [[δύο]], [[διαχωρίζω]], [[διχοτομώ]], σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., κόβομαι στα [[δύο]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για στρατιώτες, χωρίζομαι, αποχωρίζομαι, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[cleave]] or [[rend]] [[asunder]], Od., Plat., etc.:—Pass. to be [[cloven]] [[asunder]], Il.; of soldiers, to be separated, Xen. | |mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[cleave]] or [[rend]] [[asunder]], Od., Plat., etc.:—Pass. to be [[cloven]] [[asunder]], Il.; of soldiers, to be separated, Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:15, 2 October 2022
English (LSJ)
cleave asunder, sever, ἱστία δέ σφιν… διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο Od.9.71; ἐάν τις ἓν δ. Pl.Phd.97a, etc.:—Pass., to be cloven asunder, νεῦρα διεσχίσθη Il.16.316; opp. συγκρίνεσθαι, Pl.Lg.893e; θοἰμάτιον δ. Id.Grg. 469d; of soldiers, to be separated, parted, X.Cyr.4.5.13; to be set at variance, διέσχιστο ἡ πόλις Charito 6.1: impers., τούτοις διέσχισται they have a cleft, Arist.Resp.475a2.
Spanish (DGE)
I tr.
1 rasgar, desgarrar, cortar ἱστία δέ σφιν ... διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο Od.9.71, διὰ δ' ἔσχισε σάρκα (tm.) Stesich.15.2.8S., cf. Opp.C.2.277, en v. pas. νεῦρα διεσχίσθη Il.16.316, θοιμάτιον Pl.Grg.469d, κάλαμός με διασχισθεὶς διέτμαξεν una caña cortada me hirió Theoc.8.24, cf. Thphr.HP 5.8.2, PPetr.2.6.5 (III a.C.), μὴ ἐπιτρέψετε διασχισθῆναι τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ Ath.Al.Apol.Sec.34.4
•abs. abrir un cuerpo ἄλλαι δὲ διασχίσασαι ἐσπλάγχνευον en un sacrificio, Str.7.2.3
•hender ἀρότρῳ ... διασχίζοντες ἀρούρας D.P.1042
•en v. med. impers. τούτοις ... διέσχισται en estos hay una hendidura dicho de los insectos, Arist.Iuu.475a2.
2 fig. romper, deshacer τὸν γάμον PSI 1421.7 (III d.C.), διέσχισεν τὴν πρὸς τοὺς ζῶντας ὁδόν cortó el camino hacia los vivos, e.e. impidió el paso LXX Sap.18.23.
3 dividir, separar ἕν Pl.Phd.97a, τὸ μεῖζον Arist.Pr.904a8
•fig. dividir, causar desacuerdo en τοὺς κατ' αὐτοῦ συμφωνοῦντας Chrys.M.57.405.
II intr., en v. med.-pas. dividirse op. συγκρίνεσθαι Pl.Lg.893e, op. προστίθεσθαι Pl.Phd.101b, διασχισθέντες τρίβῳ τινὶ ἐπλανῶντο de soldados, X.Cyr.4.5.13, cf. I.AI 13.98, τοῦ δὲ προφήτου τὴν βασιλείαν ... διασχισθῆναι φήσαντος I.AI 6.153
•perf. estar dividido διέσχισται τὸ φλέβιον Arist.Pr.961b34, διέσχιστο δὲ ἡ πόλις en dos bandos, Charito 6.1.2, αἱ πρότερον διεσχισμέναι ... ἐκκλησίαι Dion.Alex. en Eus.HE 7.5.1, παρὰ τὸ ἔχειν διεσχισμένους καὶ διακεχωρισμένους τοὺς στίχους ἀπ' ἀλλήλων al escribir, Sch.D.T.191.21.
German (Pape)
[Seite 605] zerspalten, zerschneiden, zerreißen; Il. 16, 316 Od. 9, 71; κάλαμος διασχισθείς Thuc. 8, 24; θοιμάτιον Plat. Gorg. 469 d; Ggstz συγκρίνω, Legg. X, 893 e; Pass. = getrennt werden, Xen. Cyr. 4, 5, 13; uneinig sein, Charito 6, 1.
French (Bailly abrégé)
ao. διέσχισα;
1 fendre ; Pass. être fendu, être déchiré;
2 séparer, écarter ; Pass. être séparé (par une route), en parl. de troupes.
Étymologie: διά, σχίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-σχίζω, met acc. uiteenscheuren, splijten, splitsen:; ἱστία δέ σφιν... διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο de kracht van de wind scheurde hun zeilen uiteen Od. 9.71; pass.: νεῦρα διεσχίσθη de spieren werden uiteengescheurd Il. 16.316; διασχισθέντες τρίβῳ τινὶ ἐπλανῶντο ze raakten uit elkaar door een bepaald pad te kiezen en verdwaalden Xen. Cyr. 4.5.13; ἐάν τις ἓν διασχίσῃ als men één splitst Plat. Phaed. 97a.
Russian (Dvoretsky)
διασχίζω:
1) раскалывать, расщеплять (ξύλον Arst.; κάλαμος διασχισθείς Theocr.; τοξεύμασι τὸ ὀστέον διεσχίσθην Plut.);
2) разрывать (τὸ ἱμάτιον Plat.; τριχθὰ διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο Hom.);
3) разделять, разобщать: διασχισθέντες τρίβῳ Xen. разделенные тропинкой, т. е. идущие разными дорогами, оторвавшиеся друг от друга.
Greek (Liddell-Scott)
διασχίζω: σχίζω εἰς δύο, διαχωρίζω, διχοτομῶ, ἱστία δε σφιν… διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο Ὀδ. Ι. 71· ἐάν τις ἓν δ. Πλάτ. Φαίδων 97Α, κτλ.· - παθ, κόπτομαι εἰς δύο, νεῦρα διεσχίσθη Ἰλ. ΙΙ. 316· θοἰμάτιον δ. Πλάτ. Γοργ. 469D· ἐπὶ στρατιωτῶν. χωρίζομαι, ἀποχωρίζομαι, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 13· ἀπροσ., τούτοις διέσχισται, ὑπάρχει διάσχισμα, Ἀριστ. π. Ἀναπν. 9, 2.
English (Autenrieth)
aor. act. διέσχισε, aor. pass. διεσχίσθη: cleave asunder, sever, Od. 9.71 and Il. 16.316.
Greek Monolingual
(AM διασχίζω)
1. διχοτομώ, διατέμνω
2. σχίζω ή διαπερνώ σ' όλη την έκταση
νεοελλ.
διατρέχω απ' άκρου σ' άκρο («διέσχισε το πλήθος», «ο Δούναβις διασχίζει την Κεντρική Ευρώπη»)
αρχ.
μέσ.
1. (για στρατιώτες) χωρίζομαι, ξεκόβω από την ομάδα
2. βρίσκομαι σε διχόνοια.
Greek Monotonic
διασχίζω: μέλ. -σω, σχίζω στα δύο, διαχωρίζω, διχοτομώ, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., κόβομαι στα δύο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για στρατιώτες, χωρίζομαι, αποχωρίζομαι, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. σω
to cleave or rend asunder, Od., Plat., etc.:—Pass. to be cloven asunder, Il.; of soldiers, to be separated, Xen.