δαιδαλόχειρ: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ειρος (ὁ, ἡ)<br />aux mains habiles.<br />'''Étymologie:''' [[δαίδαλος]], [[χείρ]]. | |btext=ειρος (ὁ, ἡ)<br />aux mains habiles.<br />'''Étymologie:''' [[δαίδαλος]], [[χείρ]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δαιδαλόχειρ -ειρος [δαίδαλος, χείρ] als adj. met vaardige hand. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δαιδᾰλόχειρ:''' χειρος adj. искусный, умелый Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δαιδᾰλόχειρ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[επιδεξιότητα]], αυτός που έχει ικανά χέρια, [[δεξιοτέχνης]], [[επιδέξιος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''δαιδᾰλόχειρ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[επιδεξιότητα]], αυτός που έχει ικανά χέρια, [[δεξιοτέχνης]], [[επιδέξιος]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[cunning]] of [[hand]], Anth. | |mdlsjtxt=[[cunning]] of [[hand]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. χειρος, cunning of hand, AP6.204 (Leon.).
Spanish (DGE)
(δαιδᾰλόχειρ) -χειρος artista Θῆρις ὁ δ. AP 6.204 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 514] ειρος, mit kunstvollen Händen, Leon. Tar. 28 (VI, 204).
French (Bailly abrégé)
ειρος (ὁ, ἡ)
aux mains habiles.
Étymologie: δαίδαλος, χείρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαιδαλόχειρ -ειρος [δαίδαλος, χείρ] als adj. met vaardige hand.
Russian (Dvoretsky)
δαιδᾰλόχειρ: χειρος adj. искусный, умелый Anth.
Greek (Liddell-Scott)
δαιδᾰλόχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἔμπειρον, ἐπιδέξιον χεῖρα, Ἀνθ. Π. 6. 204.
Greek Monolingual
δαιδαλόχειρ, ο, η (Α)
αυτός που έχει έμπειρο χέρι.
Greek Monotonic
δαιδᾰλόχειρ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει επιδεξιότητα, αυτός που έχει ικανά χέρια, δεξιοτέχνης, επιδέξιος, σε Ανθ.