κηδεμονία: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />soin, sollicitude.<br />'''Étymologie:''' [[κηδεμών]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />soin, sollicitude.<br />'''Étymologie:''' [[κηδεμών]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κηδεμονία -ας, ἡ [κηδεμών] zorg, bezorgdheid:. ὅσα νόμος περί... κηδεμονιας alles wat de wet voorschrijft over verzorging (van de ouders) Plat. Resp. 463d; κ. τοῦ μηδένα κακῶς παθεῖν zijn bezorgdheid dat iemand schade zou ondervinden Plut. Thes. 33.2. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κηδεμονία:''' ἡ [[заботливое отношение]], [[попечение]], [[уход]] Plat. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κηδεμονία:''' ἡ ([[κηδεμών]]), [[φροντίδα]], [[επιμέλεια]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''κηδεμονία:''' ἡ ([[κηδεμών]]), [[φροντίδα]], [[επιμέλεια]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κηδεμονία]], ἡ, [[κηδεμών]]<br />[[care]], [[solicitude]], Plat. [from [[κηδεμών]] | |mdlsjtxt=[[κηδεμονία]], ἡ, [[κηδεμών]]<br />[[care]], [[solicitude]], Plat. [from [[κηδεμών]] | ||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, care, solicitude, Pl.R.463d, Phld.Mort.25, Ph.2.179, D.C.43.17, POxy.1070.21 (iii A.D.); ἡ κηδεμονία τῶν Ἀθηνῶν the general charge of her affairs, IG3.632, cf. CIG3187 (Smyrna); ἡ τοῦ αὐτοκράτορος περὶ πάντας κηδεμονίας BGU372i12 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1429] ἡ, Besorgung, Pflege; neben αἰδώς Plat. Rep. V, 463 d; Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
soin, sollicitude.
Étymologie: κηδεμών.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηδεμονία -ας, ἡ [κηδεμών] zorg, bezorgdheid:. ὅσα νόμος περί... κηδεμονιας alles wat de wet voorschrijft over verzorging (van de ouders) Plat. Resp. 463d; κ. τοῦ μηδένα κακῶς παθεῖν zijn bezorgdheid dat iemand schade zou ondervinden Plut. Thes. 33.2.
Russian (Dvoretsky)
κηδεμονία: ἡ заботливое отношение, попечение, уход Plat.
Greek (Liddell-Scott)
κηδεμονία: ἡ, (κηδεμὼν) φροντίς, μέριμνα, Πλάτ. Πολ. 463D, Φίλων 2. 179· ἡ κ. τῶν Ἀθηνῶν, ἡ καθόλου φροντίς, περὶ τῶν ὑποθέσεων τῆς πόλεως, Συλλ. Ἐπιγρ. 377, πρβλ. 3187, πρβλ. Κόντ. ἐν Γλώσσ. Παρατηρ. σ. 122.
Greek Monolingual
η (ΑΜ κηδεμονία) κηδεμών
1. το έργο του κηδεμόνα, επιμέλεια και επίβλεψη ανήλικου, μη αυτεξούσιου ατόμου και τών υλικών συμφερόντων του
2. (γενικά) φροντίδα, προστασία («ἡ κηδεμονία τῶν Ἀθηνών» — η φροντίδα για τις υποθέσεις της πόλεως, επιγρ.).
Greek Monotonic
κηδεμονία: ἡ (κηδεμών), φροντίδα, επιμέλεια, σε Πλάτ.
Middle Liddell
κηδεμονία, ἡ, κηδεμών
care, solicitude, Plat. [from κηδεμών