πολύβροχος: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />très humide.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[βρέχω]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />formé de plusieurs lacets.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[βρόχος]].
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />très humide.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[βρέχω]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />formé de plusieurs lacets.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[βρόχος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολύβροχος -ον [πολύς, βρόχος] met veel knopen.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύβροχος:''' [[с многими петлями]] (πολύβροχ᾽ ἁμμάτων Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύβροχος:''' -ον, αυτός που έχει πολλές θηλειές, σε Ευρ.
|lsmtext='''πολύβροχος:''' -ον, αυτός που έχει πολλές θηλειές, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύβροχος -ον [πολύς, βρόχος] met veel knopen.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύβροχος:''' [[с многими петлями]] (πολύβροχ᾽ ἁμμάτων Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-βροχος, ον,<br />with [[many]] [[noose]]s, Eur.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-βροχος, ον,<br />with [[many]] [[noose]]s, Eur.
}}
}}

Revision as of 23:58, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́βροχος Medium diacritics: πολύβροχος Low diacritics: πολύβροχος Capitals: ΠΟΛΥΒΡΟΧΟΣ
Transliteration A: polýbrochos Transliteration B: polybrochos Transliteration C: polyvrochos Beta Code: polu/broxos

English (LSJ)

(A), ον, (βρέχω) freshly infused several times, Dsc.1.128.6, al.
(B), ον, (βρόχος) with many nooses, E.HF1035 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 660] 1) stark benetzt, Diosc. 1, 186. – 2) mit vielen Stricken (βρόχος), Eur. Herc. F. 1035.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
très humide.
Étymologie: πολύς, βρέχω.
2ος, ον :
formé de plusieurs lacets.
Étymologie: πολύς, βρόχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύβροχος -ον [πολύς, βρόχος] met veel knopen.

Russian (Dvoretsky)

πολύβροχος: с многими петлями (πολύβροχ᾽ ἁμμάτων Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύβροχος: -ον, (βρέχω) ὁ πολὺ βεβρεγμένος, Διοσκ. 1, 186. ΙΙ. (βρόχος) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ πολλῶν βρόχων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1035.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α
πολύ υγρός, πολύ βρεγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βροχος (< βρέχω), πρβλ. ημί-βροχος].
(II)
-ον, Α
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς βρόχους, από πολλές θηλειές
2. πολύπλοκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βρόχος «θηλειά, κόμπος» (πρβλ. εΰ-βροχος)].

Greek Monotonic

πολύβροχος: -ον, αυτός που έχει πολλές θηλειές, σε Ευρ.

Middle Liddell

πολύ-βροχος, ον,
with many nooses, Eur.