συμπεριπλοκή: Difference between revisions
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />entrelacement, enchaînement.<br />'''Étymologie:''' [[συμπεριπλέκω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />entrelacement, enchaînement.<br />'''Étymologie:''' [[συμπεριπλέκω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμπεριπλοκή -ῆς, ἡ [σύν, περιπλέκω] het in elkaar vlechten. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπεριπλοκή:''' ἡ [[тесное переплетение]], [[связывание]] (τῶν πραγμάτων Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμπεριπλοκή:''' ἡ ([[περιπλέκω]]), [[περιπλοκή]] πολλών μαζί, [[ανακάτωμα]], [[μπέρδεμα]], σε Λουκ. | |lsmtext='''συμπεριπλοκή:''' ἡ ([[περιπλέκω]]), [[περιπλοκή]] πολλών μαζί, [[ανακάτωμα]], [[μπέρδεμα]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=συμ-[[περιπλοκή]], ἡ, [[περιπλέκω]]<br />[[inter]]-[[connection]], Luc. | |mdlsjtxt=συμ-[[περιπλοκή]], ἡ, [[περιπλέκω]]<br />[[inter]]-[[connection]], Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, inter-connection, τῶν πραγμάτων Luc.Hist. Conscr.55.
German (Pape)
[Seite 986] ἡ, das Mitumfassen; Luc. amor. 53; τῶν πραγμάτων, hist. conscr. 55.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
entrelacement, enchaînement.
Étymologie: συμπεριπλέκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμπεριπλοκή -ῆς, ἡ [σύν, περιπλέκω] het in elkaar vlechten.
Russian (Dvoretsky)
συμπεριπλοκή: ἡ тесное переплетение, связывание (τῶν πραγμάτων Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριπλοκή: ἡ, ἡ ἀμοιβαία περιπλοκή, ἡ μετ’ ἀλλήλων πλοκή, τῶν πραγμάτων Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 55.
Greek Monolingual
ἡ, Α συμπεριπλέκομαι
η μεταξύ διαφόρων πραγμάτων πλοκή, σύνθεση («τὸ σαφὲς ἐπανθείτω τῇ τε λέξει... μεμηχανευμένον καὶ τῇ συμπεριπλοκῇ τῶν πραγμάτων», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
συμπεριπλοκή: ἡ (περιπλέκω), περιπλοκή πολλών μαζί, ανακάτωμα, μπέρδεμα, σε Λουκ.
Middle Liddell
συμ-περιπλοκή, ἡ, περιπλέκω
inter-connection, Luc.