κατασμικρύνω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦsurely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> rapetisser, amoindrir ; <i>Pass.</i> devenir plus petit, plus faible;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> rabaisser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σμικρύνω]].
|btext=<b>1</b> rapetisser, amoindrir ; <i>Pass.</i> devenir plus petit, plus faible;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> rabaisser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σμικρύνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατασμικρύνω [κατά, μικρός] verkleinen.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασμῑκρύνω:''' [[делать маленьким]], [[уменьшать]], [[умалять]] (τὸ ὄνομά τινος Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατασμικρύνω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[ελαττώνω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[καταφρονώ]], [[εξευτελίζω]]<br /><b>3.</b> [[κατακερματίζω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>κατασμικρύνομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[μικρότερος]].
|mltxt=[[κατασμικρύνω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[ελαττώνω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[καταφρονώ]], [[εξευτελίζω]]<br /><b>3.</b> [[κατακερματίζω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>κατασμικρύνομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[μικρότερος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατασμῑκρύνω:''' [[делать маленьким]], [[уменьшать]], [[умалять]] (τὸ ὄνομά τινος Luc.).
}}
{{elnl
|elnltext=κατασμικρύνω [κατά, μικρός] verkleinen.
}}
}}

Revision as of 11:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασμῑκρύνω Medium diacritics: κατασμικρύνω Low diacritics: κατασμικρύνω Capitals: ΚΑΤΑΣΜΙΚΡΥΝΩ
Transliteration A: katasmikrýnō Transliteration B: katasmikrynō Transliteration C: katasmikryno Beta Code: katasmikru/nw

English (LSJ)

A lessen, abridge, τὴν τοῦ λόγου σεμνότητα Demetr.Eloc.44, cf. Luc. Gall.14, Porph.Sent.40:—Pass., to be made small, LXX 2 Ki.7.19; become less, Marcellin.Puls.310: metaph., M.Ant.8.36. II = κατασμικρίζω, belittle, κατασμικρῦναι καὶ διαφαυλίσαι Hierocl.p.59 A., cf. Max.Tyr.22.2, Ath.8.359a, Simp.in Epict. p.102 D. III = κατακερματίζω, εἰς λεπτὰ καὶ ἀγεννῆ μόρια Max. Tyr.34.1 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1379] kleiner, geringer machen, verkleinern, herabsetzen; Ath. VIII, 359 a; τὸ ὄνομα Luc. Gall. 14; Sp. – Pass. schwächer, kleiner werden, M. Ant. 8, 36.

French (Bailly abrégé)

1 rapetisser, amoindrir ; Pass. devenir plus petit, plus faible;
2 fig. rabaisser.
Étymologie: κατά, σμικρύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατασμικρύνω [κατά, μικρός] verkleinen.

Russian (Dvoretsky)

κατασμῑκρύνω: делать маленьким, уменьшать, умалять (τὸ ὄνομά τινος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

κατασμῑκρύνω: πολὺ σμικρύνω, ἐλαττώνω, ταπεινῶ, ὑποτιμῶ, κ. τὴν τοῦ λόγου σεμνότητα Δημ. Φαληρ. 44· κ. τὰ περὶ τὴν ὀψωνίαν Ἀθην. 359Α· μὴ κατασμικρύνειν μου τοὔνομα, οὐ γὰρ Σίμων ἀλλὰ Σιμωνίδης ὀνομάζομαι Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκ. 14· κ. καὶ ξηραίνειν Πορφύρ.· κ. καὶ διαφαυλίζειν τὰ τῶν ἄλλων Στοβ. Ἀνθολ. 3. 162, κ. ἀλλ.- Παθ., γίνομαι μικρότερος, σμικρύνομαι, ἐλαττοῦμαι, Μ. Ἀντων. 8. 36.

Greek Monolingual

κατασμικρύνω (AM)
1. ελαττώνω κάτι
2. καταφρονώ, εξευτελίζω
3. κατακερματίζω
4. παθ. κατασμικρύνομαι
γίνομαι μικρότερος.