κιναιδεία: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
 
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[κιναιδία]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[κιναιδία]].
}}
{{elnl
|elnltext=κιναιδεία -ας, ἡ, ook [[κιναιδία]] ([[κίναιδος]]) [[verwijfdheid]], [[flikkergedrag]].
}}
{{elru
|elrutext='''κῐναιδεία:''' ἡ Aeschin. = [[κιναιδία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κιναιδεία]], ἡ (Α) [[κιναιδεύομαι]]<br /><b>1.</b> η [[παρά]] φύσιν [[ασέλγεια]], η παθητική [[ομοφυλοφιλία]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κιναιδεῖαι</i><br />οι τρόποι συμπεριφοράς τών κιναίδων.
|mltxt=[[κιναιδεία]], ἡ (Α) [[κιναιδεύομαι]]<br /><b>1.</b> η [[παρά]] φύσιν [[ασέλγεια]], η παθητική [[ομοφυλοφιλία]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κιναιδεῖαι</i><br />οι τρόποι συμπεριφοράς τών κιναίδων.
}}
{{elru
|elrutext='''κῐναιδεία:''' ἡ Aeschin. = [[κιναιδία]].
}}
{{elnl
|elnltext=κιναιδεία -ας, ἡ, ook [[κιναιδία]] ([[κίναιδος]]) [[verwijfdheid]], [[flikkergedrag]].
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐναιδεία Medium diacritics: κιναιδεία Low diacritics: κιναιδεία Capitals: ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ
Transliteration A: kinaideía Transliteration B: kinaideia Transliteration C: kinaideia Beta Code: kinaidei/a

English (LSJ)

ἡ, unnatural lust, carnal desire, immodest life, immodest conduct, vile conduct, unnatural lewdness, homosexual behaviour, homosexual behavior, buggerism, homosexuality, gayness, homosexualism, queerness, Aeschin.1.131, Demetr.Eloc.97.

German (Pape)

[Seite 1438] ἡ, = κιναιδία; neben ἀνανδρία Aesch. 1, 131; plur., Demetr. Eloe. 97.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. κιναιδία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιναιδεία -ας, ἡ, ook κιναιδία (κίναιδος) verwijfdheid, flikkergedrag.

Russian (Dvoretsky)

κῐναιδεία: ἡ Aeschin. = κιναιδία.

Greek (Liddell-Scott)

κῐναιδεία: ἡ, ἡ παρὰ φύσιν ἀσέλγεια, Αἰσχίν. 18. 29, Δημήτρ. Φαληρ. 97.

Greek Monolingual

κιναιδεία, ἡ (Α) κιναιδεύομαι
1. η παρά φύσιν ασέλγεια, η παθητική ομοφυλοφιλία
2. στον πληθ. αἱ κιναιδεῖαι
οι τρόποι συμπεριφοράς τών κιναίδων.