προϋποβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=jeter d'abord comme fondement ; <i>Pass.</i> être d'abord posé comme fondement;<br /><i><b>Moy.</b></i> προϋποβάλλομαι jeter d'abord comme fondement pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὑποβάλλω]].
|btext=jeter d'abord comme fondement ; <i>Pass.</i> être d'abord posé comme fondement;<br /><i><b>Moy.</b></i> προϋποβάλλομαι jeter d'abord comme fondement pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὑποβάλλω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προ-ϋποβάλλω eerst onder... leggen, ter beschikking stellen: perf. pass.. ἡ ( ὕλη ) ὑπῆρχε και προϋπεβέβλητο het materiaal was aanwezig en stond hun ter beschikking Luc. 59.50.
}}
{{elru
|elrutext='''προϋποβάλλω:'''<br /><b class="num">1)</b> досл. подбрасывать, перен. доставлять: [[ὕλη]] προϋποβέβλητο Ἀθηναίων πεπορισμένων Luc. материал был доставлен афинскими поставщиками;<br /><b class="num">2)</b> med., подкладывать или подстилать себе (τὰ στερεὰ [[κάρφη]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προϋποβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, [[υποβάλλω]] ως [[θεμέλιο]] — Παθ., ετοιμάζομαι ως υλικό, σε Λουκ.
|lsmtext='''προϋποβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, [[υποβάλλω]] ως [[θεμέλιο]] — Παθ., ετοιμάζομαι ως υλικό, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''προϋποβάλλω:'''<br /><b class="num">1)</b> досл. подбрасывать, перен. доставлять: [[ὕλη]] προϋποβέβλητο Ἀθηναίων πεπορισμένων Luc. материал был доставлен афинскими поставщиками;<br /><b class="num">2)</b> med., подкладывать или подстилать себе (τὰ στερεὰ [[κάρφη]] Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=προ-ϋποβάλλω eerst onder... leggen, ter beschikking stellen: perf. pass.. ἡ ( ὕλη ) ὑπῆρχε και προϋπεβέβλητο het materiaal was aanwezig en stond hun ter beschikking Luc. 59.50.
}}
}}

Revision as of 11:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προϋποβάλλω Medium diacritics: προϋποβάλλω Low diacritics: προϋποβάλλω Capitals: ΠΡΟΫΠΟΒΑΛΛΩ
Transliteration A: proüpobállō Transliteration B: proupoballō Transliteration C: proypovallo Beta Code: prou+poba/llw

English (LSJ)

put under first, Gal.11.138,18(2).568:—Med., put under as a foundation, Plu.2.966d, Them.in de An.49.6, al.:—Pass., to be prepared or ready as material, Luc.Hist.Conscr.51.

German (Pape)

[Seite 795] (s. βάλλω), vorher unterlegen, als Grundlage; Themist.; Luc. hist. conscrib. 51; auch med., Plut. sol. an. 10.

French (Bailly abrégé)

jeter d'abord comme fondement ; Pass. être d'abord posé comme fondement;
Moy. προϋποβάλλομαι jeter d'abord comme fondement pour soi.
Étymologie: πρό, ὑποβάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-ϋποβάλλω eerst onder... leggen, ter beschikking stellen: perf. pass.. ἡ ( ὕλη ) ὑπῆρχε και προϋπεβέβλητο het materiaal was aanwezig en stond hun ter beschikking Luc. 59.50.

Russian (Dvoretsky)

προϋποβάλλω:
1) досл. подбрасывать, перен. доставлять: ὕλη προϋποβέβλητο Ἀθηναίων πεπορισμένων Luc. материал был доставлен афинскими поставщиками;
2) med., подкладывать или подстилать себе (τὰ στερεὰ κάρφη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προϋποβάλλω: ὑποβάλλω ὡς θεμέλιον, Πλούτ. 2. 966D, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ. ― Παθητ., παρασκευάζομαι, ἑτοιμάζομαι ὡς ὑλικὸν πρὸς συγγραφήν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 51.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
υποβάλλω προηγουμένως κάτι
αρχ.
1. μέσ. προϋποβάλλομαι
τοποθετώ προηγουμένως κάτι ως βάση, ως θεμέλιο («αἱ χελιδόνες πρὸ τῆς τεκνοποιΐας... στερεὰ κάρφη προϋποβάλλονται», Πλούτ.)
2. παθ. προετοιμάζομαι ως υλικό («ἡ μὲν (ἱστορία) προϋπῆρχε καὶ προϋπεβέβλητο», Λουκ.).

Greek Monotonic

προϋποβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ, υποβάλλω ως θεμέλιο — Παθ., ετοιμάζομαι ως υλικό, σε Λουκ.