δυσμήνιτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[δύσμηνις]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[δύσμηνις]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσμήνῑτος:''' [[пораженный]] (чьим-л.) гневом (δένδρα Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσμήνῑτος:''' ον ([[μηνίω]]), αυτός πάνω στον οποίο πέφτει [[μεγάλη]] [[οργή]], πολυμίσητος, [[αδυσώπητος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''δυσμήνῑτος:''' ον ([[μηνίω]]), αυτός πάνω στον οποίο πέφτει [[μεγάλη]] [[οργή]], πολυμίσητος, [[αδυσώπητος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσμήνῑτος:''' [[пораженный]] (чьим-л.) гневом (δένδρα Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]μήνῑτος, ον [[μηνίω]]<br />visited by [[heavy]] [[wrath]], Anth.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]μήνῑτος, ον [[μηνίω]]<br />visited by [[heavy]] [[wrath]], Anth.
}}
}}

Revision as of 13:01, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμήνῑτος Medium diacritics: δυσμήνιτος Low diacritics: δυσμήνιτος Capitals: ΔΥΣΜΗΝΙΤΟΣ
Transliteration A: dysmḗnitos Transliteration B: dysmēnitos Transliteration C: dysminitos Beta Code: dusmh/nitos

English (LSJ)

ον, = δύσμηνις (wrathful), δένδρεα AP 7.141 (Antiphil.) ; ψυχαί Ptol. Tetr. 159 (-ίτας).

Spanish (DGE)

(δυσμήνῑτος) -ον
irritado, furioso fig. δένδρεα AP 7.141 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 684] δένδρεα Antiphil. 37 (VII, 141), sehr verhaßt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. δύσμηνις.

Russian (Dvoretsky)

δυσμήνῑτος: пораженный (чьим-л.) гневом (δένδρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσμήνῑτος: -ον, ἐφ’ ὃν ἐπιπίπτει μεγάλη ὀργή, δυσμίσητος, Ἀνθ. Π. 7. 141.

Greek Monolingual

δυσμήνιτος, -ον (Α)
εκείνος στον οποίο πέφτει μεγάλη οργή.

Greek Monotonic

δυσμήνῑτος: ον (μηνίω), αυτός πάνω στον οποίο πέφτει μεγάλη οργή, πολυμίσητος, αδυσώπητος, σε Ανθ.

Middle Liddell

δυσ-μήνῑτος, ον μηνίω
visited by heavy wrath, Anth.