εὐρωστία: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />force, vigueur.<br />'''Étymologie:''' [[εὔρωστος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />force, vigueur.<br />'''Étymologie:''' [[εὔρωστος]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρωστία:''' ἡ [[сила]], [[крепость]] (εὐ. καὶ [[μέγεθος]] Arst.; εὐ. τῆς ψυχῆς Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐρωστία:''' ἡ, [[καλή]] [[κατάσταση]] του σώματος, [[δύναμη]], ισχύ, σε Πλούτ.
|lsmtext='''εὐρωστία:''' ἡ, [[καλή]] [[κατάσταση]] του σώματος, [[δύναμη]], ισχύ, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρωστία:''' ἡ [[сила]], [[крепость]] (εὐ. καὶ [[μέγεθος]] Arst.; εὐ. τῆς ψυχῆς Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εὐρωστία]], ἡ,<br />[[stoutness]], [[strength]], Plut. [from [[εὔρωστος]]
|mdlsjtxt=[[εὐρωστία]], ἡ,<br />[[stoutness]], [[strength]], Plut. [from [[εὔρωστος]]
}}
}}

Revision as of 13:24, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρωστία Medium diacritics: εὐρωστία Low diacritics: ευρωστία Capitals: ΕΥΡΩΣΤΙΑ
Transliteration A: eurōstía Transliteration B: eurōstia Transliteration C: evrostia Beta Code: eu)rwsti/a

English (LSJ)

ἡ, stoutness, strength, Arist.Mir.830a9, D.S.17.88, PRyl.235.8 (ii A.D.); τῆς ψυχῆς Plu.Cat.Mi.44; personified, Εὐ. Ath.Mitt.32.308 (Pergam.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
force, vigueur.
Étymologie: εὔρωστος.

Russian (Dvoretsky)

εὐρωστία:сила, крепость (εὐ. καὶ μέγεθος Arst.; εὐ. τῆς ψυχῆς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρωστία: ἡ, καλὴ κατάστασις τοῦ σώματος, ἰσχύς, δύναμις, Ἀριστ. π. Θαυμ. 1. 2· τῆς ψυχῆς Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 44.

Spanish

poder

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐρωστία) εύρωστος
1. σωματική ευεξία, ρωμαλεότητα, σφρίγος
2. καλή κατάσταση (α. «οικονομική ευρωστία» β. «τὴν δ' εὐρωστίαν τῆς ψυχῆς τιθέμενοι», Πλούτ.).

Greek Monotonic

εὐρωστία: ἡ, καλή κατάσταση του σώματος, δύναμη, ισχύ, σε Πλούτ.

Middle Liddell

εὐρωστία, ἡ,
stoutness, strength, Plut. [from εὔρωστος