θειλόπεδον: Difference between revisions
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />endroit où l'on fait sécher (les raisins) au soleil.<br />'''Étymologie:''' pê pour θ’ εἱλόπεδον = τὸ εἱλόπεδον, de εἱλη, [[πέδον]]. | |btext=ου (τό) :<br />endroit où l'on fait sécher (les raisins) au soleil.<br />'''Étymologie:''' pê pour θ’ εἱλόπεδον = τὸ εἱλόπεδον, de εἱλη, [[πέδον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θειλόπεδον:''' τό [[площадка для солнечной сушки]] (преимущ. винограда) Hom., Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θειλόπεδον:''' τό ([[εἵλη]]), ευήλιο, ηλιόλουστο [[μέρος]] μέσα στο [[αμπέλι]], πάνω στο οποίο τοποθετούνταν τα σταφύλια για να αποξηρανθούν προκειμένου να γίνουν [[σταφίδα]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''θειλόπεδον:''' τό ([[εἵλη]]), ευήλιο, ηλιόλουστο [[μέρος]] μέσα στο [[αμπέλι]], πάνω στο οποίο τοποθετούνταν τα σταφύλια για να αποξηρανθούν προκειμένου να γίνουν [[σταφίδα]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 13:27, 3 October 2022
English (LSJ)
τό, sunny spot in the vineyard where grapes were dried, Od.7.123, AP6.169, 9.586 (Comet.), Sch.E.Or.1492; θειλοπέδου τρόπον Dsc.1.32; v. εἱλόπεδον.
German (Pape)
[Seite 1191] τό, der den Sonnenstrahlen (εἵλη) ausgesetzte Platz, wo man Etwas trocknen kann, Trockenplatz; bei Hom. nur Od. 7, 123, ἀλωῆς ἕτερον μὲν θειλόπεδον λευρῷ ἐνὶ χώρῳ τέρσεται ἠελίῳ, wo die Trauben trocknen in der Sonne; vgl. Ep. ad. 130 (VI, 169); Ἠχὼ γὰρ δήεις τοῖσδ' ἐνὶ θειλοπέδοις Comet. 3 (IX, 586); bei Diosc., wie es scheint, auch geflochtene Gestelle zum Trocknen der Trauben.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
endroit où l'on fait sécher (les raisins) au soleil.
Étymologie: pê pour θ’ εἱλόπεδον = τὸ εἱλόπεδον, de εἱλη, πέδον.
Russian (Dvoretsky)
θειλόπεδον: τό площадка для солнечной сушки (преимущ. винограда) Hom., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
θειλόπεδον: τό, (εἵλη) ἐν Ὀδ. Η. 123, εὐήλιον μέρος ἐν τῷ ἀμπελῶνι, ἐφ’ οὗ αἱ σταφυλαὶ ἐξηραίνοντο καὶ ἐγίνοντο σταφίδες, «λιάστρα», ἴδε Nitzsch, καὶ πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 169., 9. 586, Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
drying-place, a sunny spot in the vineyard where grapes were dried, Od. 7.123†.
Greek Monolingual
θειλόπεδον, τὸ (Α)
τόπος εκτεθειμένος στις ακτίνες του ηλίου, στον οποίο ξηραίνονταν τα σταφύλια και γίνονταν σταφίδες, η λιάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θειλόπεδον προήλθε από την λ. ειλόπεδον (< είλη «το θάλπος του ηλίου» + -πεδον < πέδον, πρβλ. δάπεδον), με λανθασμένη ανάγνωση του ομηρ. στίχου αλωή... / της έτερον μεν θ' ειλόπεδον... / τέρσεται ηελίῳ (Οδ. η 123)].
Greek Monotonic
θειλόπεδον: τό (εἵλη), ευήλιο, ηλιόλουστο μέρος μέσα στο αμπέλι, πάνω στο οποίο τοποθετούνταν τα σταφύλια για να αποξηρανθούν προκειμένου να γίνουν σταφίδα, σε Ομήρ. Οδ.
Frisk Etymological English
See also: s. εἱλόπεδον.
Middle Liddell
θειλό-πεδον, ου, τό, εἵλη
a sunny spot in the vineyard, on which the grapes were suffered to dry, so as to make raisins, Od.
Frisk Etymology German
θειλόπεδον: {theilópedon}
Grammar: n.
Meaning: Platz zum Trocknen in der Sonne
See also: s. εἱλόπεδον.
Page 1,657