θεατής: Difference between revisions
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui contemple.<br />'''Étymologie:''' [[θεάομαι]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />qui contemple.<br />'''Étymologie:''' [[θεάομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεᾱτής:''' ион. [[θεητής]], οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> досл. зритель, тж. свидетель, слушатель Eur., Arph., Arst.: θεαταὶ σοφιστῶν Thuc. слушатели софистических диспутов;<br /><b class="num">2)</b> [[обозреватель]] (τῆς χώρης Her.);<br /><b class="num">3)</b> [[созерцатель]] (τοῦ ἀληθοῦς Arst.; τῆς ἀρετῆς Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θεᾱτής:''' Ιων. [[θεητής]], ὁ ([[θεάομαι]]), αυτός που παρατηρεί, ο [[θεατής]], σε Ηρόδ., Ευρ., κ.λπ. | |lsmtext='''θεᾱτής:''' Ιων. [[θεητής]], ὁ ([[θεάομαι]]), αυτός που παρατηρεί, ο [[θεατής]], σε Ηρόδ., Ευρ., κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:30, 3 October 2022
English (LSJ)
Ion. θεητής, οῦ, ὁ, (θεάομαι) one who sees or goes to see, τῆς χώρης Hdt.3.139, cf. E. Ion301; in the theatre, spectator, Ar.Nu.575, al.; θ. σοφιστῶν Th. 3.38; one who contemplates, τἀληθοῦς Arist.EN1098a31.
German (Pape)
[Seite 1190] ὁ, Zuschauer; Eur. Ion 301; Ar. Nubb. 575; Thuc. 3, 38; übertr., τοῦ ἀληθοῦς Arist. eth. 1, 7; ion. θεητής, Her. 3, 139.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui contemple.
Étymologie: θεάομαι.
Russian (Dvoretsky)
θεᾱτής: ион. θεητής, οῦ ὁ
1) досл. зритель, тж. свидетель, слушатель Eur., Arph., Arst.: θεαταὶ σοφιστῶν Thuc. слушатели софистических диспутов;
2) обозреватель (τῆς χώρης Her.);
3) созерцатель (τοῦ ἀληθοῦς Arst.; τῆς ἀρετῆς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτής: Ἰων. θεητής, ὁ, (θεάομαι) ὁ θεώμενος, Ἡρόδ. 3. 139, Εὐρ. Ἴωνι 301, Ἀριστοφ. Νεφ. 575, κ. ἀλλ.· θ. σοφιστῶν Θουκ. 3. 38· θ. τοῦ ἀληθοῦς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 19· - θεατήρ, Φώτ.
Greek Monolingual
ο (Α θεατὴς, ιων. τ. θεητὴς) θεώμαι
1. αυτός που θεάται, αυτός που παρατηρεί κάτι με ενδιαφέρον ή πηγαίνει να δει κάτι, ο παρατηρητής («θεατὴς τῆς χώρης», Ηρόδ.)
2. αυτός που παρακολουθεί παράσταση ή άλλο δημόσιο θέαμα
νεοελλ.
ο αμέτοχος και απαθής παρατηρητής μιας ενέργειας ή ενός γεγονότος («παρέμεινα απαθής θεατής της λογομαχίας»
αρχ.
αυτός που ερευνά, που εξετάζει με ενδιαφέρον («θεατὴς τἀληθοῦς», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
θεᾱτής: Ιων. θεητής, ὁ (θεάομαι), αυτός που παρατηρεί, ο θεατής, σε Ηρόδ., Ευρ., κ.λπ.
Middle Liddell
θεάομαι
one who sees, a spectator, Hdt., Eur., etc.