θηλύμορφος: Difference between revisions
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />aux formes féminines.<br />'''Étymologie:''' [[θῆλυς]], [[μορφή]]. | |btext=ος, ον :<br />aux formes féminines.<br />'''Étymologie:''' [[θῆλυς]], [[μορφή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θηλύμορφος:''' (ῠ) похожий на женщину, женоподобный Eur., Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θηλύμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει γυναικεία [[μορφή]], σε Ευρ. | |lsmtext='''θηλύμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει γυναικεία [[μορφή]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:32, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, woman-shaped, E.Ba.353; female in type, Arist. Phgn.809b37 (Comp.); ἰδέα Ph.2.261; θεότης Dam.Pr.204; of the number 4, Nicom. ap. Phot.Bibl.p.144B.
German (Pape)
[Seite 1207] weiblich gestaltet, Eur. Bacch. 353; Arist. physiogn. im compar.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux formes féminines.
Étymologie: θῆλυς, μορφή.
Russian (Dvoretsky)
θηλύμορφος: (ῠ) похожий на женщину, женоподобный Eur., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
θηλύμορφος: -ον, ἔχων μορφὴν γυναικείαν, Εὐρ. Βάκχ. 353, Ἀριστ. Φυσιογν. 5, 10· ἐπὶ τοῦ ἀριθμοῦ 4, Νικομ. Γερασ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 144. 15.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α θηλύμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή γυναίκας
αρχ.
1. αυτός που έχει τον τύπο γυναίκας
2. ο αριθμός τέσσερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. άμορφος, εύμορφος].
Greek Monotonic
θηλύμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει γυναικεία μορφή, σε Ευρ.
Middle Liddell
θηλύ-μορφος, ον μορφή
woman-shaped, Eur.