καπνίας: Difference between revisions
Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes
m (Text replacement - "perh." to "perhaps") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1323.png Seite 1323]] ὁ, rauchig, voll Rauch, Sp. auch von der Farbe; – ὁ [[καπνίας]] [[οἶνος]], nach Schol. Ar. Vesp. 151 ὁ ὑπεκλυόμενος, od. nach Cratin. alter, edler Wein, der in den Rauch gehängt u. darin alt werden mußte, vinum fumosum der Römer. S. Ath. I, 31 f, comic., IV, 131 f VI, 269 d. Vgl. [[κάπνιος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1323.png Seite 1323]] ὁ, rauchig, voll Rauch, Sp. auch von der Farbe; – ὁ [[καπνίας]] [[οἶνος]], nach Schol. Ar. Vesp. 151 ὁ ὑπεκλυόμενος, od. nach Cratin. alter, edler Wein, der in den Rauch gehängt u. darin alt werden mußte, vinum fumosum der Römer. S. Ath. I, 31 f, comic., IV, 131 f VI, 269 d. Vgl. [[κάπνιος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καπνίας:''' ου ὁ задымленный, окутанный дымом, т. е. темный, непонятный (шутл. прозвище поэта Экфантида) Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[καπνίας]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ορυκτό]] με σκούρο [[χρώμα]], [[παραλλαγή]] του κρυσταλλικού χαλαζία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο καπνισμένος<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου<br /><b>3.</b> κωμική [[ονομασία]] του κωμωδιογράφου Εκφαντίδου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[καπνίας]] [[οἶνος]]» <br />α) ο [[οίνος]] που έχει [[γεύση]] καπνού [[επειδή]] είχε εκτεθεί σε καπνό για πολύ χρόνο<br />β) [[οίνος]] που λαμβανόταν από [[αμπέλι]] που είχε σταφύλια με [[χρώμα]] καπνού και το οποίο ευδοκιμούσε στην Ιταλία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[κροκίας]], [[φοινικίας]])]. | |mltxt=ο (Α [[καπνίας]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ορυκτό]] με σκούρο [[χρώμα]], [[παραλλαγή]] του κρυσταλλικού χαλαζία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο καπνισμένος<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου<br /><b>3.</b> κωμική [[ονομασία]] του κωμωδιογράφου Εκφαντίδου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[καπνίας]] [[οἶνος]]» <br />α) ο [[οίνος]] που έχει [[γεύση]] καπνού [[επειδή]] είχε εκτεθεί σε καπνό για πολύ χρόνο<br />β) [[οίνος]] που λαμβανόταν από [[αμπέλι]] που είχε σταφύλια με [[χρώμα]] καπνού και το οποίο ευδοκιμούσε στην Ιταλία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[κροκίας]], [[φοινικίας]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, (καπνός) A smoky, nickname of the Comic poet Ecphantides, Sch.Ar.V.151. II as substantive, 1 κ. οἶνος, ὁ, expl. by Hsch., Phot. as wine that had a smoky taste from having been long hung up in smoke, Pherecr.130.6, Anaxandr.41.71 (anap.), Pl.Com. 244: perhaps rather to be expld. as made from the vine κάπνειος. 2 κ. (sc. λίθος), ὁ, a kind of jasper, Dsc.5.142, Plin.HN37.118.
German (Pape)
[Seite 1323] ὁ, rauchig, voll Rauch, Sp. auch von der Farbe; – ὁ καπνίας οἶνος, nach Schol. Ar. Vesp. 151 ὁ ὑπεκλυόμενος, od. nach Cratin. alter, edler Wein, der in den Rauch gehängt u. darin alt werden mußte, vinum fumosum der Römer. S. Ath. I, 31 f, comic., IV, 131 f VI, 269 d. Vgl. κάπνιος.
Russian (Dvoretsky)
καπνίας: ου ὁ задымленный, окутанный дымом, т. е. темный, непонятный (шутл. прозвище поэта Экфантида) Arph.
Greek (Liddell-Scott)
καπνίας: -ου, ὁ, (καπνὸς) πλήρης καπνοῦ, κωμικὸν επώνυμον τοῦ κωμικοῦ ποιητοῦ Ἐκφαντίδου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. 1) καπνίας οἶνος, ὁ, ἔχων γεῦσίν τινα καπνοῦ ὡς ἐπὶ μακρὸν ἐκτεθεὶς εἰς τὸν καπνὸν, Λατ. vinum fumosum, ἢ οἶνος ἐκ τῆς ἀμπέλου τῆς καλουμένης κάπνιος, Φερέκρ. ἐν «Πέρσαις»1. 6, Ἀλεξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ»1. 70, κτλ.· ἴδε Ἡσύχ. καὶ Φώτ. 2) καπνίας (δηλ. λίθος), ὁ, εἶδος ἰάσπιδος, Πλίν. 37. 37.
Greek Monolingual
ο (Α καπνίας)
νεοελλ.
ορυκτό με σκούρο χρώμα, παραλλαγή του κρυσταλλικού χαλαζία
αρχ.
1. ο καπνισμένος
2. είδος πολύτιμου λίθου
3. κωμική ονομασία του κωμωδιογράφου Εκφαντίδου
4. φρ. «καπνίας οἶνος»
α) ο οίνος που έχει γεύση καπνού επειδή είχε εκτεθεί σε καπνό για πολύ χρόνο
β) οίνος που λαμβανόταν από αμπέλι που είχε σταφύλια με χρώμα καπνού και το οποίο ευδοκιμούσε στην Ιταλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κατάλ. -ίας (πρβλ. κροκίας, φοινικίας)].