κατασπασμός: Difference between revisions
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> action de tirer en bas, abaissement;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> abattement.<br />'''Étymologie:''' [[κατασπάω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> action de tirer en bas, abaissement;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> abattement.<br />'''Étymologie:''' [[κατασπάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατασπασμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[тяготение вниз]], [[опускание]] (τῶν ὑγρῶν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> pl. [[подавленное состояние духа]], [[угнетенность]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατασπασμός]], ὁ (Α) [[κατασπώ]]<br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[τάση]], ώθηση, [[πίεση]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[έκκριση]]<br /><b>3.</b> (για κτίσματα) [[κατεδάφιση]], [[γκρέμισμα]]<br /><b>4.</b> (για δέντρα) [[συλλογή]] καρπών<br /><b>5.</b> <b>μουσ.</b> το [[χαμήλωμα]] της έντασης της φωνής ή του ήχου<br /><b>6.</b> [[κατάπτωση]], [[αθυμία]]. | |mltxt=[[κατασπασμός]], ὁ (Α) [[κατασπώ]]<br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[τάση]], ώθηση, [[πίεση]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[έκκριση]]<br /><b>3.</b> (για κτίσματα) [[κατεδάφιση]], [[γκρέμισμα]]<br /><b>4.</b> (για δέντρα) [[συλλογή]] καρπών<br /><b>5.</b> <b>μουσ.</b> το [[χαμήλωμα]] της έντασης της φωνής ή του ήχου<br /><b>6.</b> [[κατάπτωση]], [[αθυμία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, A = κατάσπασις, ὑγρῶν Plu.2.650c; ὑποχονδρίων Sor.2.36; pulling down, demolition of buildings, Nech. in Cat.Cod.Astr.7.136 (pl.), PRyl.125.6 (i A.D.). 2 plucking, gathering of fruit-crops, ib.97.6 (ii A.D.), etc. 3 stroking or rubbing down, cj. for -πασμός in Cael.Aur.TP1.166. II metaph., depression of spirits, Plu.2.78a (pl.). III lowering of the voice, Antyll. ap. Orib.6.8.5.
German (Pape)
[Seite 1380] ὁ, = κατάσπασις, Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 action de tirer en bas, abaissement;
2 fig. abattement.
Étymologie: κατασπάω.
Russian (Dvoretsky)
κατασπασμός: ὁ
1) тяготение вниз, опускание (τῶν ὑγρῶν Plut.);
2) pl. подавленное состояние духа, угнетенность Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κατασπασμός: ὁ, = κατάσπασις, ὁ κ. τῶν ὑγρῶν Πλούτ. 2. 650C. ΙΙ. μεταφορ., ἀθυμία, αὐτόθι 78Α· καταβιβασμός, ὕφεσις τῆς φωνῆς, τῷ κ. τοὺς βαρεῖς φθόγγους Ὀρειβ.
Greek Monolingual
κατασπασμός, ὁ (Α) κατασπώ
1. ιατρ. τάση, ώθηση, πίεση προς τα κάτω
2. έκκριση
3. (για κτίσματα) κατεδάφιση, γκρέμισμα
4. (για δέντρα) συλλογή καρπών
5. μουσ. το χαμήλωμα της έντασης της φωνής ή του ήχου
6. κατάπτωση, αθυμία.