κρυσταλλοειδής: Difference between revisions
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />semblable à de la glace <i>ou</i> à du cristal.<br />'''Étymologie:''' [[κρύσταλλος]], [[εἶδος]]. | |btext=ής, ές :<br />semblable à de la glace <i>ou</i> à du cristal.<br />'''Étymologie:''' [[κρύσταλλος]], [[εἶδος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρυσταλλοειδής:''' [[похожий на лед]], [[кристаллический]] (ἡ [[νοτίς]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[κρυσταλλοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με [[κρύσταλλο]] ή έχει τις ιδιότητες του κρυστάλλου («κρυσταλλοειδὴς [[ἴασπις]]», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να πάθει [[κρυστάλλωση]], [[επιδεκτικός]] κρυσταλλώσεως<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κρυσταλλοειδές</i><br />[[ουσία]] που έχει την [[ιδιότητα]] να διέρχεται διά μέσου τών πόρων τών διαφραγμάτων [[κατά]] τη [[διαδικασία]] διαπίδυσης<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κρυσταλλοειδή</i><br />ουσίες που μπορούν να υποστούν [[κρυστάλλωση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κρυσταλλοειδής]] [[φακός]]» — ο [[φακός]] του οφθαλμού, [[ανάμεσα]] στην [[ίριδα]] και στο υαλοειδές [[σώμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με πάγο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κρυσταλλοειδῶς</i> (Α)<br />με κρυσταλλοειδή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρύσταλλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])]. | |mltxt=-ές (AM [[κρυσταλλοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με [[κρύσταλλο]] ή έχει τις ιδιότητες του κρυστάλλου («κρυσταλλοειδὴς [[ἴασπις]]», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να πάθει [[κρυστάλλωση]], [[επιδεκτικός]] κρυσταλλώσεως<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κρυσταλλοειδές</i><br />[[ουσία]] που έχει την [[ιδιότητα]] να διέρχεται διά μέσου τών πόρων τών διαφραγμάτων [[κατά]] τη [[διαδικασία]] διαπίδυσης<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κρυσταλλοειδή</i><br />ουσίες που μπορούν να υποστούν [[κρυστάλλωση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κρυσταλλοειδής]] [[φακός]]» — ο [[φακός]] του οφθαλμού, [[ανάμεσα]] στην [[ίριδα]] και στο υαλοειδές [[σώμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με πάγο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κρυσταλλοειδῶς</i> (Α)<br />με κρυσταλλοειδή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρύσταλλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:46, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, A like ice, πῆξις Epicur.Ep.2p.45U., cf. LXX Wi.19.21; v.l. for -ώδης in Str.4.6.6. Adv. -δῶς Placit.2.11.2. II like crystal, ἰασπίς Dsc.5.142; κ. ὑγρόν the crystalline lens, Ruf.Onom. 153, Gal.UP8.5, al.; κ. χιτών Poll.2.71: Astron., τὸ κ. the crystalline sphere, Placit.2.14.3.
German (Pape)
[Seite 1516] ές, dem Eise od. dem Krystalle ähnlich; Strab. IV. 204, Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
semblable à de la glace ou à du cristal.
Étymologie: κρύσταλλος, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
κρυσταλλοειδής: похожий на лед, кристаллический (ἡ νοτίς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κρυσταλλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κρύσταλλον, πάγον, Στράβ. 204. ΙΙ. ὅμοιος πρὸς κρύσταλλον, κρ. ὑγρόν, ὁ κρυσταλλώδης φακός, Θεόφιλ. 152, 1 Greenh.· οὕτω, κρ. χιτὼν Πολυδ. Β΄, 71. Ἐπίρρ. -δῶς, Πλούτ. 2. 888Β.
Greek Monolingual
-ές (AM κρυσταλλοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο ή έχει τις ιδιότητες του κρυστάλλου («κρυσταλλοειδὴς ἴασπις», Διοσκ.)
νεοελλ.
1. αυτός που μπορεί να πάθει κρυστάλλωση, επιδεκτικός κρυσταλλώσεως
2. χημ. το ουδ. ως ουσ. το κρυσταλλοειδές
ουσία που έχει την ιδιότητα να διέρχεται διά μέσου τών πόρων τών διαφραγμάτων κατά τη διαδικασία διαπίδυσης
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κρυσταλλοειδή
ουσίες που μπορούν να υποστούν κρυστάλλωση
4. φρ. «κρυσταλλοειδής φακός» — ο φακός του οφθαλμού, ανάμεσα στην ίριδα και στο υαλοειδές σώμα
αρχ.
αυτός που μοιάζει με πάγο.
επίρρ...
κρυσταλλοειδῶς (Α)
με κρυσταλλοειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + -ειδής (< εἶδος)].