λάκτισμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />coup de talon, ruade;<br /><i>fig.</i> outrage.<br />'''Étymologie:''' [[λακτίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />coup de talon, ruade;<br /><i>fig.</i> outrage.<br />'''Étymologie:''' [[λακτίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λάκτισμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[удар ногой]], [[пинок]] (λακτίσματι τύπτειν Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[попирание]], [[оскорбление]] (δείπνου Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λάκτισμα:''' τό, [[κλωτσιά]], [[ποδοβολητό]], [[τσαλαπάτημα]], με γεν., σε Αισχύλ.
|lsmtext='''λάκτισμα:''' τό, [[κλωτσιά]], [[ποδοβολητό]], [[τσαλαπάτημα]], με γεν., σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''λάκτισμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[удар ногой]], [[пинок]] (λακτίσματι τύπτειν Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[попирание]], [[оскорбление]] (δείπνου Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λάκτισμα]], ατος, τό,<br />a [[trampling]] on, c. gen., Aesch.; [[λακτιστής]], οῦ, one who kicks, ἵπποι λ. kicking horses, Xen.; λ. ληνοῦ a treader of the [[wine]]-[[press]], Anth.
|mdlsjtxt=[[λάκτισμα]], ατος, τό,<br />a [[trampling]] on, c. gen., Aesch.; [[λακτιστής]], οῦ, one who kicks, ἵπποι λ. kicking horses, Xen.; λ. ληνοῦ a treader of the [[wine]]-[[press]], Anth.
}}
}}

Revision as of 13:48, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάκτισμα Medium diacritics: λάκτισμα Low diacritics: λάκτισμα Capitals: ΛΑΚΤΙΣΜΑ
Transliteration A: láktisma Transliteration B: laktisma Transliteration C: laktisma Beta Code: la/ktisma

English (LSJ)

ατος, τό, a kick, given or received, S.Ichn.213, Lyc. 835, D.S.4.59, Ael.Tact.19.2; λ. δείπνου… τιθείς kicking away the table, A.Ag.1601.

German (Pape)

[Seite 9] τό, der Stoß, Schlag mit der Ferse, Lycophr. 835; λακτίσματι τύπτων, D. Sic. 4, 59; übertr., δείπνου, die Schmach des Mahles, Aesch. Ag. 1583. Vgl. λακτίζω.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
coup de talon, ruade;
fig. outrage.
Étymologie: λακτίζω.

Russian (Dvoretsky)

λάκτισμα: ατος τό
1) удар ногой, пинок (λακτίσματι τύπτειν Diod.);
2) попирание, оскорбление (δείπνου Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λάκτισμα: τό, «κλωτσ~ιά», Λυκόφρ. 835, Διόδ. 4. 59. 2) τὸ καταλακτίσαι τι, δείπνου τιθεὶς λ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1601.

Greek Monolingual

το (Α λάκτισμα) λακτίζω
χτύπημα με το πόδι, κλότσημα, κλοτσιά
νεοελλ.
1. (για ζώα, ιδίως για ίππο) απότομο τίναγμα τών πίσω ποδιών, τσίνισμα
2. (για πυροβόλο όπλο) απότομη κίνηση προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση, ανατροχασμός, κλότσημα
3. φρ. (στο ποδόσφαιρο) «εναρκτήριο λάκτισμα» — το πρώτο κλότσημα της μπάλας με την έναρξη του αγώνα.

Greek Monotonic

λάκτισμα: τό, κλωτσιά, ποδοβολητό, τσαλαπάτημα, με γεν., σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λάκτισμα, ατος, τό,
a trampling on, c. gen., Aesch.; λακτιστής, οῦ, one who kicks, ἵπποι λ. kicking horses, Xen.; λ. ληνοῦ a treader of the wine-press, Anth.